skip to Main Content

Εισιτήρια για τον αγώνα

Ακόμα θυμάμαι τις μέρες στη Συρία. Μεγάλωσα στο Χαλέπι. Μοναχοπαίδι. Κάθε Παρασκευή, μετά το σχολείο, πήγαινα με τον πατέρα μου στα ματς της αγαπημένης μας ομάδας, Al-Ittihad SC Aleppo.

Πάντα μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Έπαιζα κάθε μέρα με τους φίλους μου, σχολιάζαμε τα παιχνίδια της Παρασκευής στο σχολείο. Είχα καθιερώσει και μια δική μου παράδοση: μετά από κάθε αγώνα φύλαγα το εισιτήριο του μπαμπά μαζί με το δικό μου στο αγαπημένο μου μπουφάν.

Ένα πρωί, καθώς ετοιμαζόμουν για το σχολείο, είδα στις ειδήσεις πως επαναστάτες και εξτρεμιστές πλησίαζαν επικίνδυνα το Χαλέπι. Ήμουν τρομοκρατημένος και όλος θλίψη. Όταν οι γονείς μου με είδαν να κλαίω, μου είπαν πως όλα θα πήγαιναν καλά, να μη φοβάμαι και να μην απελπίζομαι. Συνέχισαν λέγοντας πως η εκπαίδευσή μου ήταν πολύ σημαντική και ότι δεν θα άφηνα το σχολείο ο κόσμος να χαλάσει. Τα λόγια τους με καθησύχασαν. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και έφυγα για το μάθημα.

Ήταν Παρασκευή και έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι νωρίς για να ετοιμαστώ για τον αγώνα. Δεν έδωσα σημασία στους συμμαθητές μου που με αποχαιρετούσαν φεύγοντας, σκέφτηκα «θα τα πούμε την Κυριακή». Μεγάλο λάθος. Πήρα βιαστικά το δρόμο για το σπίτι, γεμάτος χαρά και αγωνία για το παιχνίδι, όμως αυτό που αντίκρυσα ήταν το σπίτι μου μισοκαμένο και τα γύρω κτήρια κατεστραμμένα.

Με κυρίευσε ο πανικός. Προσπάθησα να μπω στο σπίτι από τη μπροστινή πόρτα αλλά δεν τα κατάφερα. Ένα κομμάτι τσιμέντο και μεταλλικά απομεινάρια που έκαιγαν εμπόδιζαν το πέρασμά μου. Έπειτα είδα τους γονείς μου. Σκαρφάλωσα από το σπασμένο παράθυρο του μπάνιου και μπήκα μέσα. Οι γονείς μου ξέσπασαν σε κλάματα γιατί νόμιζαν πως με είχαν χάσει για πάντα. Αφού ηρεμήσαμε λιγάκι, ο πατέρας μου είπε πως έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Βάλαμε τα πράγματά μας σε τσάντες, πήραμε ό,τι λεφτά είχαμε και φύγαμε. Μόλις βγήκα απ’ το σπίτι, ο μπαμπάς μου μού είπε να πάω γρήγορα πίσω να πάρω το μπουφάν μου. Έτσι και έκανα.

Έπειτα, μπήκαμε σε ένα βανάκι που είχε κανονίσει ο πατέρας μου. Οδηγήσαμε για ώρες μέχρι τις παλιές, εγκαταλελειμμένες αποβάθρες. Εκεί βρήκαμε πολύ κόσμο, πάνω από πενήντα άτομα, να περιμένει το καράβι. Μόλις έφτασε, όλοι πήδηξαν μέσα. Οι γονείς μου μπήκαν πρώτοι αλλά εγώ ήμουν τρομοκρατημένος και για μια στιγμή δεν μπορούσα καν να κουνηθώ. Το ταξίδι ήταν μεγάλο, οι ώρες στη θάλασσα πολλές. Τα μεσάνυχτα είχαν όλοι τρελαθεί από το κρύο και την κούραση. Εγώ καθόμουν σε μια πλευρά του πλοίου κρεμασμένος από κάποιο κολονάκι με όλη μου την ψυχή.

Στην επόμενη σκηνή που θυμάμαι ήταν μεσημέρι και κάποιοι ένστολοι με έβγαζαν από το καράβι φωνάζοντας λέξεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ύστερα με τύλιξαν μαζί με τους γονείς μου σε ένα τεράστιο αλουμινόχαρτο για να αποφύγουμε την υποθερμία και μας έβαλαν σε μια πράσινη τέντα για ένα γρήγορο ιατρικό έλεγχο. Πολύ αργότερα, έμαθα πως ήμασταν τυχεροί και πως είχαμε φτάσει στη Λέσβο, ένα ελληνικό νησί. Στη συνέχεια, μας οδήγησαν σε ένα προσφυγικό καμπ και μας έδωσαν ένα λυόμενο για να εγκατασταθούμε. Επιτέλους, μετά από ένα μακρύ, δύσκολο ταξίδι μπορούσα να ξεκουραστώ. Βγάζοντας το μπουφάν μου ένιωσα κάτι παράξενο στην τσέπη μου. Ήταν κάτι σαν λιωμένο, βρεγμένο χαρτί. Μόλις το είδα, κατάλαβα τι ήταν!

Μήνες αργότερα, ετοιμάστηκαν τα χαρτιά μας και μας έδωσαν ένα σπίτι στη Λέσβο για να μείνουμε έξω από το καμπ στο οποίο είχαμε ζήσει όλο αυτόν τον καιρό. Σήμερα, μπορώ να πω με περηφάνια πως μένω σε ένα ήρεμο νησί με φιλικούς ανθρώπους και πηγαίνω σε ένα ελληνικό σχολείο όπου έκανα καινούριους φίλους. Παρόλα αυτά, ακόμη κρατάω στη μνήμη μου τους φίλους μου πίσω στο σπίτι και εκείνα τα ματς της Παρασκευής.

Εμμανουήλ Τίτος Σταυριανάκης
1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών

Back To Top
Add Comment
Loading...
Cancel
Viewing Highlight
Loading...
Highlight
Close
Login

Forgot password?
New to site? Create an Account
×
Signup

Already have an account? Login
×
Forgot Password

×