skip to Main Content

Γιαγιά, ξέχασες το μυστικό!

«Γιαγιά, γιαγιά» άκουσα την μικρή Μάγδα να φωνάζει από την κουζίνα. Άκουσα τον ήχο από τα ξυπόλυτα ποδαράκια της που έτρεχαν στο ξύλινο παρκέ. Έφτασε στο σαλόνι κρατώντας στα χέρια της ένα διακοσμητικό της κουζίνας. «Τι είναι αυτό γιαγιά;» με ρώτησε και τα μάτια της σπινθήριζαν με ιδιαίτερη λάμψη από την περιέργεια. Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και όχι πολύ αργότερα άρχισαν τα πρώτα δάκρυα να κυλούν. Το μυαλό μου αμέσως έτρεξε πίσω στα χρόνια εκείνα. Ή μάλλον…σε εκείνο το συγκεκριμένο χρόνο που ανέτρεψε τη δική μου ζωή. «Ήταν της δικής μου γιαγιάς αυτό που κρατάς και το χρησιμοποιούσαμε στα γλυκά». Σα να παραξενεύτηκε λιγάκι και το πρόσωπό της έκανε έναν περίεργο μορφασμό. «Μα αυτό φαίνεται καινούριο!» είπε έκπληκτη. «Όταν κάτι το αγαπάς πολύ, το προσέχεις και πάρα πολύ» της απάντησα γλυκά και μου χάρισε ένα από αυτά τα χαριτωμένα γελάκια της. «Άντε να παίξεις τώρα με τη Λυδία που σε περιμένει τόση ώρα να παίξετε με τις κούκλες. Άντε, και σε λίγο θα έρθει και ο παππούς να φάμε». Μου έδωσε μια γρήγορη, μα συνάμα σφιχτή αγκαλιά και έφυγε τρέχοντας για την κρεβατοκάμαρα. Επέστρεψα το σκεύος στη κουζίνα και το ακούμπησα προσεκτικά πίσω στην θέση του. Έκατσα στην καρέκλα και ανέτρεξα στη μνήμη μου. «Την ψυχή μου στιγμάτισε αυτός ο αλύπητος ξεριζωμός του 1922», συλλογίστηκα βαθιά.

Ήμουν ένα κοριτσάκι 11 χρονών. Ζούσα με την μητέρα μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου και τις δύο αδερφές μου στην Σμύρνη, στην πιο όμορφη πόλη που γνώρισε ο κόσμος αυτός. Ακόμη θυμάμαι τις μυρωδιές των πολύχρωμων λουλουδιών που άνθιζαν σαν έφτανε ο Μάρτης, ακόμη νοσταλγώ τις μακρινές βόλτες που πηγαίναμε με τον παππού μέσα στο χωριό, πάνω στα γαϊδουράκια. Μα σαν τις συνταγές και τα φαγητά της γιαγιάς μου, που μοσχοβολούσαν σε όλο το σπίτι, δεν συγκρινόταν τίποτα. Τη λάτρευα τη γιαγιά μου, την έβλεπα σαν τη μαμά μου. ΉΤΑΝ η μαμά μου. Εκείνη με μεγάλωσε μέχρι τα 9 μου. Η μαμά μου ήταν αφοσιωμένη στην ανατροφή των διδύμων και τον μπαμπά μου δεν τον γνώρισα ποτέ. Μου είχε πει η γιαγιά μου ότι είχε φύγει για να γίνει ήρωας. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι πήγε στο μέτωπο όταν ήμουν ακόμη στην κούνια.

 Όλες μου οι παιδικές αναμνήσεις κινούνται γύρω από εκείνη και όσα μου μάθαινε στη ζαχαροπλαστική. Πάντα μου έλεγε γελώντας «η μαγειρική, κόρη μου, δεν είναι δύσκολη, απλά ακολουθείς μια συνταγή. Άσε που είναι και λίγο… υποκειμενική. Η ζαχαροπλαστική, όμως, είναι τέχνη». Για αυτό μου έδειξε τα πάντα για τα παντεσπάνια, το άνοιγμα του φύλλου, για τις κρέμες, για τον στολισμό. Η ώρα της διασκέδασης. Έτσι το έβλεπα εγώ. Δεν το έβλεπα σαν μάθημα, αλλά περισσότερο ως ευχάριστο χρόνο με το αγαπημένο μου πρόσωπο. Μου αποκάλυπτε όλα τα μυστικά υλικά της. Μα ποτέ δεν έμαθα για αυτό το «άσπρο» μυστικό της που μου έλεγε συνέχεια να της φέρνω από το τελευταίο ράφι της κουζίνας. Το έκρυβε σαν πειρατικό θησαυρό μέσα σε ένα βαθύ ανθρωπάκι με δύο χεράκια. Έτσι το καταλάβαινα εγώ. Όταν τη ρωτούσα μου απαντούσε ότι είναι το κλειδί για να δέσει το γλυκό και το κλειδί για να δεθείς με τους ανθρώπους. Ποτέ δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, αλλά δεν έδινα και σημασία τότε. Θεωρούσα ότι ήταν λόγια των «μεγάλων».

Όσο μεγάλωνα και εγώ, τόσο πιο πολλά κάναμε μαζί. Πηγαίναμε στην αγορά, μοιράζαμε τα λαχανικά στην γειτονιά, ράβαμε φορέματα με τα νέα υφάσματα που αγοράζαμε από τον κυρ-Παναή. Μέχρι που έφτασαν τα γενέθλια μου, 11 Αυγούστου του 1922. Γιορτάσαμε την μέρα αυτή περίλαμπρα, μέχρι αργά το βράδυ. Όταν έφυγε και η τελευταία μου φίλη, μαζευτήκαμε στο σαλόνι και ανοίξαμε το ραδιόφωνο. Η γιαγιά μου χλόμιασε. Με έστειλαν αμέσως για ύπνο στο δωμάτιο μου. Το μόνο που κατάφερα να ακούσω πριν κλείσουν την πόρτα ήταν «Δεν θα έχει αίσιο τέλος αυτό, να το θυμηθείτε. Μαγδαληνή,» είπε στην μαμά μου «αύριο θα πάρεις τα τρία κορίτσια και με το καραβάκι των οκτώ θα περάσετε απέναντι». Το επόμενο πρωί, πράγματι, η μητέρα μάζεψε γρήγορα μερικά από τα απαραίτητά μας και πήγαμε στην πλατεία. Από εκεί με το κάρο θα πηγαίναμε στο λιμάνι. Όσο βρισκόμασταν στην άμαξα, άκουσα δύο κυρίες αριστοκρατικής τάξεως από το διπλανό κάρο που συζητούσαν: «Αχ Περιστάνη μου, τι συμφορά μας βρήκε!». «Θα το ρημάξουν το μέρος οι Τούρκοι, Μυρσίνη μου, δεν θα αφήσουν τίποτα . Τι καταστροφή μας περιμένει, Θεέ μου!».

Μπορεί να μην ήξερα πολλά, αλλά κατάλαβα ότι η Σμύρνη μας δεν θα ήταν για πολύ ακόμη δική μας. Φτάσαμε στο λιμάνι. Πήγα να ανέβω στο βαρκάκι, μα κάτι ένιωθα να με τραβάει πίσω. «Πώς θα αφήσω τη γιαγιά και τον παππού;» Δε μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έμεναν πίσω. Το ‘σκασα. Βρήκα ευκαιρία και ξέφυγα από την μαμά. Γύρισα σπίτι κλαίγοντας στη γιαγιά. «Γιαγιά μου, δεν θέλω να πάθετε κακό». «Αχ κοριτσάκι μου γλυκό, τι έκανες; Το ξέρεις ότι είναι πολύ επικίνδυνο αυτό;». Όχι δεν το ήξερα. Τότε. Έμεινα με την γιαγιά. Δεν βγαίναμε πολύ έξω.

Έφτασε 31 Αυγούστου. Η Σμύρνη καιγόταν. Φλόγες παντού, κραυγές, σοροί θυμάτων και βαπόρια με τους λίγους επιζώντες. Απελπισμένοι συμπατριώτες μας πηδούσαν στην θάλασσα με λίγες ελπίδες επιβίωσης. Ο ουρανός θαμπός, γεμάτος καπνό. Ένα τοπίο σκοτεινό, αποπνικτικό. Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ! Έπρεπε να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας. Δεν ήξερα τι να πρωτοπάρω. Πανικός επικρατούσε στο σπίτι. Δεν είχαμε χρόνο, έπρεπε να φύγουμε! Με αστραπιαίες κινήσεις, το χέρι μου ασυνείδητα άρπαξε το «άσπρο μυστικό» της γιαγιάς. Βγήκαμε έξω, στα κρυφά φτάσαμε στο πίσω μέρος του λιμανιού. Στα μισά της διαδρομής χάσαμε ανάμεσα στον κόσμο τον παππού. Δε μπορούσα να αναπνεύσω, έπεσα πολλές φορές, τα ρούχα μου είχαν μαυρίσει. Όμως συνέχεια κοίταζα το μπρούτζινο σκεύος, σα να με ενδιέφερε πιο πολύ και απ’ τη ζωή μου. Τα κατάφερα! Στριμώχτηκα στο βαπόρι 4. Με την γιαγιά μου. Μισό λεπτό… «πού είναι η γιαγιά μου;» συλλογίστηκα. Δεν τη βρήκα ποτέ. Δυστυχώς, απέγινε και αυτή μια γλυκιά ανάμνηση…

Η θάλασσα με ξέβρασε στην Κω, αγκαλιά με την «γιαγιά» μου. Ποτέ δεν βρήκα την οικογένεια μου. Ξαναέχτισα τη ζωή μου, έκανα τη δική μου οικογένεια. Στην μνήμη της πολυαγαπημένης μου, προσπάθησα να φτιάξω μόνη μου τα γλυκά που μου έφτιαχνε εκείνη. Δοκίμασα πολλές φορές και δε τα κατάφερα ούτε μία. Ανοίγω απεγνωσμένη το ντουλάπι να πάρω τα φακελάκια βανίλιας για μια τελευταία προσπάθεια. Και τότε παρατήρησα το καταχωνιασμένο, σκονισμένο μπρούτζινο σκεύος. Μα πώς μπορούσα να το έχω ξεχάσει εκεί; Το καθάρισα και το άνοιξα. Έμοιαζε με τη γιαγιά μου, έβγαζε την ηρεμία της, την καλοσύνη της. Μύριζε σαν τη γιαγιά μου, τα γλυκά της, την ποδιά της, τα χέρια της που κράταγαν τα δικά μου σταθερά όταν ανακατεύαμε τη ζύμη. Τι μπορεί να έκρυβε εκεί μέσα και δεν ήθελε να το μάθω; «Είναι το κλειδί για να δέσει το γλυκό» θυμήθηκα. Πώς δεν το είχα φανταστεί νωρίτερα! Είχα επιτέλους λύσει τον γρίφο της «Το μυστικό ήταν στη ζάχαρη». Το αγκάλιασα και έκτοτε βρισκόταν συνεχώς στον πάγκο της κουζίνας μου, δίπλα από το βιβλίο με τις σμυρναίικες συνταγές.

Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα, κοίταξα την ώρα και φώναξα τα κορίτσια. Ήρθαν τρέχοντας και αναψοκοκκινισμένες. «Έχουμε λίγο χρόνο μέχρι να έρθει ο παππούς. Τι λέτε να του κάνουμε έκπληξη ένα γλυκό;». Γούρλωσαν τα μάτια από χαρά. «Ναι!!» ζητωκραύγασαν συγχρονισμένα και αρχίσαμε να γελάμε και οι τρεις…  

Ευαγγελία Μαυροπούλου
1ο Πρότυπο ΓΕΛ Χαλκίδας Ευβοίας

Back To Top
Add Comment
Loading...
Cancel
Viewing Highlight
Loading...
Highlight
Close
Login

Forgot password?
New to site? Create an Account
×
Signup

Already have an account? Login
×
Forgot Password

×