Παιχνίδι – Τανκ
«Ήταν ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα και ο Αμπού βοηθούσε την αδερφή του να μεταφέρουν νερό από το κοντινό πηγάδι. Ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό.»
Παιδικά παπούτσια
«Θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατάει
με ξεραμένα δάκρυα στα κρύα μάγουλα,
δεν είχε τέλος ο δρόμος τούτος.»
Δερμάτινο πορτοφόλι
«Μια κυρία περίπου στα τριάντα περνάει το κατώφλι του μαγαζιού, φανερά ανακουφισμένη με την δροσιά του κλιματιζόμενου παλαιοπωλείου.»
Γιαγιά, ξέχασες το μυστικό!
«Ήμουν ένα κοριτσάκι 11 χρονών. Ζούσα με την μητέρα μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου και τις δύο αδερφές μου στην Σμύρνη, στην πιο όμορφη πόλη που γνώρισε ο κόσμος αυτός.»
Το ρολόι
«Αντιστάθηκε σε κακοκαιρίες, στο δύσκολο έδαφος και στη συνεχή απειλή των Αρχών που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τον πιάσουν. Όμως, το ρολόι του θύμιζε διαρκώς το λόγο για τον οποίο ξεκίνησε εκείνο το πέρασμα και του έδινε την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσει.»
Το βάζο με τον χάρτη της Γιουγκοσλαβίας
«Ο Ζάρκο και η οικογένειά του μπήκαν στο τρένο για το Μόναχο αφήνοντας πίσω τους το Βελιγράδι. Ανάμεσα στα πράγματά τους, μετέφεραν και ένα βάζο διακοσμημένο με τον χάρτη της Γιουγκοσλαβίας.»
Ένα ρολόι τσέπης
«Τη γνώριζε κανείς εδώ; Εκείνη τους γνώριζε; Πότε δεν της απευθύνονταν με το όνομά της. "Η ηλικιωμένη", εκεί βρισκόταν, "η ηλικιωμένη γυναίκα στο παγκάκι".»
Με την καρδιά στα δόντια
«Κάτω από κάτι σπασμένες λιονταρίσιες προτομές, έδωσε το πρώτο του φιλί ο Βασίλης. Στο κοιμητήριο.»