Ιστορία:
Εγώ νιώθω Μικρασιάτισσα και είμαι Μικρασιάτισσα και λέω ότι νιώθω και είμαι γιατί έτυχε και μεγάλωσα σε κάποιον τόπο, στην Ξάνθη εν προκειμένου, θα μπορούσα όμως να έχω μεγαλώσει οπουδήποτε, στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη, οπουδήποτε, αυτό που δεν αλλάζει όμως είναι οι ρίζες και για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Από μικρό παιδί, λοιπόν, έβαζα τις γιαγιάδες και τους παππουδες μου να μου διηγούνται ιστορίες από τη ζωή τους, από την καταστροφή, για το πώς βρέθηκαν Ελλάδα. Τους μαγνητοφωνούσα σε κασέτες. Κάποιες δεν κατάφερα να τις ακούσω ποτέ, κάτι δεν έκανα καλά.
Η Ελισάβετ μας λέει ότι τόσο η οικογένεια του πατέρα της όσο και αυτή της μητέρας της κατάγονται από την Κιουτάχεια, κοντά στον Σαγγάριο ποταμό.
Εκεί πολέμησε και ο παππούς μου. Έχω αφηγήσεις του μπαμπά μου σε κασέτα, για το πώς ήταν στον Σαγγάριο. Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί αλλά τα άκουγε από τον πατέρα του. Με συγκινεί όλο αυτό, με έχει ευαισθητοποιήσει πάρα πολύ απέναντι στο θέμα της προσφυγιάς και γι’ αυτό συνεισφέρω στο Αλληλέγγυο του Ταύρου και όπου αλλού μπορώ, γιατί νιώθω ότι τελικά δεν υπάρχουν ουσιαστικά σύνορα για τους ανθρώπους, κάποιοι τα βάζουν.
Την εποχή που έγινε η Μικρασιατική καταστροφή, καλοκαίρι, Αύγουστος, μου αφηγείται η γιαγιά μου που ήταν τότε 15 – 16 χρονών, ότι βρισκόταν στα Ιλίτζα. Τα Ιλίτζα είναι κοντά στην Κιουτάχεια και ήταν λουτρόπολη, είχε ιαματικά νερά. Η οικογένεια της γιαγιάς μου, από του μπαμπά μου την πλευρά, ήταν αρκετά ευκατάστατη, γιατί οι γονείς της, ο Νίκος και η Πολυξένη Τοκατλί, ήταν έμποροι τιφτικιού. Το τιφτίκι, λοιπόν, ήταν η καλύτερη ποιότητα μαλλιού που υπήρχε τότε, κάτι σαν μεταξομάλλινο. Δεν ξέρω από τι ποικιλία προβάτων μαζευόταν αυτό. Ο παππούς, λοιπόν, εμπορευόταν το τιφτίκι και ταξίδευε σε πολλές επαρχίες της τότε Τουρκίας, και είχε κάνει πάρα πολλούς φίλους, μεταξύ των οποίων και Τούρκοι, πλούσιοι. Η Κιουτάχεια φημιζόταν για τα υφαντουργεία της. Είχε πάρα πολύ ανεπτυγμένη την υφαντική τέχνη και έχω, μάλιστα, δύο χειροποίητα χαλιά τα οποία ήρθαν με την Μικρασιατική καταστροφή σε ένα κάρο φορτωμένα και τα έχω φωτογραφίσει και τα έχω στείλει σε έναν κύριο ο οποίος έχει κάνει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στην υφαντουργική τέχνη της Κιουτάχειας.
Όσον αφορά, τώρα, το «Άκπαπα», στο προσκλητήριο γάμου του παππού μου με τη γιαγιά μου, το οποίο έχω φυσικά, λέει ότι παντρεύεται η Ελισάβετ Τοκατλί τον Κυριάκο Ακμπαμπά. Εγώ ξεκίνησα να κάνω τούρκικα, εδώ με την Τσιντέμ, και ξέρω ότι «ακμπαμπά» σημαίνει «αγριοπούλι», «γεράκι», κάτι τέτοιο. Θέλω να πω ότι πάρα πολλά επώνυμα μικρασιατικά, ερχόμενοι εδώ, οι πρόσφυγες προσπάθησαν λίγο να τα εξελληνίσουν. Ας πούμε, οι γονείς της μαμάς μου που ήταν Χότζογλου, «ο γιος του δασκάλου», το έκαναν Δασκαλοπούλου, που επίσης σημαίνει «το παιδί του δασκάλου». Και το «Ακμπαμπά», ίσως επειδή ακουγόταν πολύ βαρύ, δεν ήταν και πολύ εύηχο, έγινε «Άκπαπα». Το «ακ» σημαίνει «λευκό» στα τούρκικα, είναι το αντίθετο του «καρά», το οποίο το συναντάμε πολύ συχνά εδώ στην Ελλάδα, «Καραγιάννης», «Καραγιώργος» και τα λοιπά.
Ήταν, λοιπόν, πλούσια οικογένεια, οπότε είχαν τη δυνατότητα να πηγαίνουν στα λουτρά και να παίρνουν χαλιά και ό,τι ήθελαν. Και κάπως έτσι σώθηκαν όσα βρήκα εγώ από αυτούς, γιατί όντας στα Ιλίτζα όταν ξέσπασε η καταστροφή, ήρθαν από εκεί κατευθείαν. Φόρτωσαν ό,τι είχαν μαζί τους σε ένα κάρο και έτσι τα βρήκα εγώ. Κάποια άλλα πράγματα τα έφερε ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο οποίος πρέπει να ήταν κάπου στα 25, πολύ μορφωμένος και επίσης ο νονός μου. Έγραψε ένα βιβλίο για την Κιουτάχεια, ο Κλήμης ο Τοκατλής.
Η Ελισάβετ μας μιλά για τον νονό της, και για το πώς επειδή ανήκε σε πλούσια οικογένεια δεν στάλθηκε στα τάγματα εργασίας. Εξηγεί ότι εκείνος ειδοποίησε την οικογένειά του, που βρισκόταν στη λουτρόπολη, λέγοντάς τους να μη γυρίσουν στην Κιουτάχεια, καθώς ο ελληνικός στρατός είχε υποχωρήσει από τον Σαγγάριο ποταμό και ότι οι Τσέτες έμπαιναν στην πόλη. Περιγράφει ότι ο ίδιος μπήκε στο σπίτι τους και πήρε το πρώτο μπαούλο που βρήκε μπροστά του, μη ξέροντας τι περιέχει το καθένα. Έτσι, η οικογένεια κατέληξε με αυτό που περιείχε τα λευκά είδη και όχι με αυτό στο οποίο βρίσκονταν οι λύρες.
Μας είπε ότι βρήκε τη γιαγιά του καρφωμένη στην ξύλινη πόρτα. Είχαν ήδη περάσει οι Τσέτες και ξέρω από τον πατέρα μου ότι επτά άτομα της οικογένειας σφαγιάστηκαν. Ξέρω ότι πριν έρθει η καταστροφή ζούσαν πολύ αρμονικά. Ξέρω, επίσης, από μια άλλη μαρτυρία φίλης της οικογένειας, που εγώ όταν ήμουν στην Ξάνθη τη φώναζα θεία και ήταν φιλενάδα της γιαγιάς μου, ότι ο μπαμπάς της, που ήταν στα τάγματα εργασίας, είχε αφήσει πίσω την οικογένειά του, τη γυναίκα του με τρία μικρά παιδιά, και δεν μπορούσε η γυναίκα του να πάει να βρει τον άντρα της, και ένας Τούρκος που έτυχε να τους δει, χαλκωματάς, ο οποίος είχε καλές σχέσεις με άλλους Τούρκους, γιατί είχε καταταγεί στο στρατό και ήταν βαθμοφόρος, της είπε ότι θα την πήγαινε εκείνος να δει τον άντρα της. Της είπε να μη μιλήσει καθόλου στο τραίνο, για να μην καταλάβουν ποια είναι, και ότι θα τη σύστηνε ως γυναίκα του και θα την πήγαινε να δει τον άντρα της. Υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις ανθρώπων.
Η Ελισάβετ έφερε μαζί της τη φωτογραφία της γιαγιάς της, όπου φαίνεται να φορά τοπικές φορεσιές, καθώς και τη ζώνη που φορά στη φωτογραφία. Μας λέει ότι έχει ακόμα στην κατοχή της το περιδέραιο της φωτογραφίας και ότι η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1922, όταν η γιαγιά της ήταν 16 χρονών, στην ηλικία που έφτασε στην Ελλάδα. Έφερε, επίσης, μία ταμπακέρα -δώρο ενός Τούρκου εμπόρου στον προπάππου της- μέσα στην οποία μπορεί κανείς ακόμα να διακρίνει την επιγραφή, γραμμένη στα Αραβικά.
Ήταν προ Κεμάλ, που, ξέρεις, έφερε τη λατινική γραφή και άλλαξε το αλφάβητο το Τουρκικό, που μέχρι τότε ήταν αραβικό. Είναι ένα δώρο που αποδεικνύει τη φιλία που είχαν οι άνθρωποι τότε.
Εμένα η ψυχή μου είναι εκεί, δηλαδή θυμάμαι τις γιαγιάδες μου και τις δύο. Τον ένα παππού δεν τον γνώρισα. Δεν έμαθαν ποτέ καλά ελληνικά, άλλαζαν τα άρθρα και μιλούσαν μεταξύ τους Τούρκικα όταν εγκαταστάθηκαν στην Ξάνθη.
Η γειτονιά που γεννήθηκε η μαμά μου ήταν Τουρκομαχαλάς, ο «Ασά μαχαλάς», που σημαίνει «κάτω γειτονιά» και ήταν τουρκόσπιτα εκεί. Ήταν τουρκόφωνοι οι οποίοι δεν έφυγαν ποτέ, ήταν γεννημένοι γενιές στην Ελλάδα και είχαν αυτά τα σπίτια που απ’ έξω ήταν μαντρότοιχοι ψηλοί, όπως είναι τα μανιάτικα σπίτια στη Μάνη, τα πυργόσπιτα. Είχαν πολύ ψηλές μάντρες, τέσσερα μέτρα, στη συνέχεια της μάντρας ανέβαινε ο τοίχος του σπιτιού με μικρά παράθυρα ψηλά και είχαν εσωτερική αυλή και όλα αυτά για να μη φαίνονται οι γυναίκες. Μπαλκόνι δεν υπήρχε, παράθυρα μεγάλα δεν υπήρχαν και ήταν ψηλά, ώστε να μη φαίνονται από το δρόμο.
Η Ελισάβετ εξηγεί ότι τη ζώνη που έχει μαζί της τη φορούσε η γιαγιά της στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και της την είχαν δώσει συγγενείς της. Μας λέει ότι είναι από τον 19ο αιώνα.
Αυτά είναι κειμήλια, φορεσιές που περνούσαν από το ένα χέρι στο άλλο.
Κλείνοντας, η Ελισάβετ κάνει μια αναφορά στον πατέρα της.
Ήταν πάρα πολύ ρατσιστής απέναντι στους Τούρκους, είχε τους φόβους του, μου έλεγε, δεν θα λες χαλκάς, είναι τούρκικη λέξη. Εν τω μεταξύ, οι γονείς του μιλούσαν τούρκικα στο σπίτι μας.