Ιστορία:
Η Αμαλία είναι καθηγήτρια ρωσικής γλώσσας και λογοτεχνίας και εργάζεται σε σχολεία και φροντιστήρια. Εξηγεί ότι η Ρωσία είναι μεγάλη χώρα και ότι η ίδια κατάγεται από το Νταγκεστάν, που βρίσκεται βόρεια του Καυκάσου, πάνω από το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία, δίπλα στην Κασπία θάλασσα.
Η γλώσσα της χώρας μου είναι η ρωσική αλλά όλοι μιλάμε κι άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, εγώ μιλούσα και τη μητρική μου γλώσσα και την πατρική μου γλώσσα εκτός της ρωσικής. Έχουμε περίπου 50 γλώσσες και 120 διαλέκτους. Εκτός από χώρα των βουνών, η Ρωσία λέγεται και χώρα των γλωσσών. Υπάρχει ένα παραμύθι που λέει ότι ο θεός είχε στείλει έναν άγγελο να φέρει γλώσσες στον κόσμο και ότι, όταν περνούσε πάνω από τον Καύκασο, το τσουβάλι του τρύπησε. Γι’ αυτό τώρα η περιοχή μας έχει τις περισσότερες γλώσσες στον κόσμο.
Μιλώντας για το γλωσσάρι, εξηγεί ότι είναι σε τρεις γλώσσες -αγγλικά, ρωσικά και λακ. Η τελευταία είναι μια από τις γλώσσες του Καυκάσου και, όπως μας λέει, η μητρική της. Είναι από τα λίγα πράγματα που έχει από την Ρωσία. Το έφερε ο γιος της επιστρέφοντας από ένα από τα ταξίδια του. Μας εξηγεί ότι τον έστελνε συνέχεια τα καλοκαίρια μετά το σχολείο για να δει τους συγγενείς του, ειδικά τον πατέρα του.
Όταν φεύγεις μακριά δεν κουβαλάς πολλά πράγματα μαζί σου.
Το γλωσσάρι το έφτιαξε ο θείος του γιου της, που ασχολείται με τις εκδόσεις βιβλίων.
Στην περιοχή μας, κάθε χωριό ασχολείται με κάτι, ένα χωριό φτιάχνει μόνο χαλιά, ένα χωριό φτιάχνει χάλκινα σκεύη, ένα άλλο χωριό φτιάχνει ασημικά, άλλο χωριό φτιάχνει χρυσαφικά, άλλο χωριό ασχολείται με ρούχα. Τα χωριά μας έτσι είναι. Λένε ότι στο χωριό της μαμάς μου ασχολούνται με τις σπουδές και στο χωριό του μπαμπά μου με τα οικονομικά.
Μας λέει ότι έφτασε στην Ελλάδα το 2000. Εξηγεί ότι η περιοχή της συνορεύει με την Τσετσενία, με την οποία τότε βρίσκονταν σε πόλεμο.
Αν ήμουν μόνη μου δεν θα με πείραζε, αλλά τότε έκανα το παιδί και δεν ήθελα να είναι εκεί που είχαμε πόλεμο. Έβαζαν βόμβες στα σχολεία, είχε συμβεί και σε αυτό που δούλευα εγώ. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες.
Εξηγεί ότι η κυβέρνηση της Τσετσενίας διεκδικούσε Ρωσικά εδάφη, μεταξύ των οποίων το Νταγκεστάν, καθώς είχε πρόσβαση στην Κασπία θάλασσα, αλλά και πόρους όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Είναι πλούσια περιοχή, γι’ αυτό υπήρχε πόλεμος. Εγώ ήθελα να φύγουμε για το παιδί, έτυχε και ήρθαμε Ελλάδα, ήθελα απλά να πάω εκεί που δεν υπήρχε πόλεμος. Όταν ήρθαμε, ήταν εννιά χρονών. Εδώ μεγάλωσε, εδώ πήγε στρατό, μετά έγινε ζαχαροπλάστης και τώρα δουλεύει στον Καναδά.
Μας λέει ότι ο γιος της, όταν επισκέπτεται τη Ρωσία νιώθει σαν Έλληνας. Εξηγεί, επίσης, ότι και στον Καναδά, στο Τορόντο, υπάρχει Ελληνική διασπορά. Η ίδια έχει ξαναπάει στη Ρωσία δύο φορές. Η πρώτη φορά ήταν όταν επέστρεψε, έχοντας επισκεφθεί την Ελλάδα, για να πάρει μαζί της τον γιο της και να εγκατασταθούν εδώ. Η δεύτερη ήταν όταν χρειάστηκε να αλλάξει το ρωσικό διαβατήριο, το 2016.
Δεν έχω πάει πολλές φορές, η ζωή είναι εδώ τώρα.
Όταν συναντά άτομα με καταγωγή από τη Ρωσία στην Ελλάδα, τη ρωτάνε πώς έφυγε από εκεί και πώς έφτασε εδώ.
Σε εμάς δεν φεύγουν οι γυναίκες έξω από το χωριό. Εγώ κρυφά έφυγα, μόνο για το παιδί το σκέφτηκα. Για το παιδί, βουνά δεν σε σταματάνε. Αν ήμουν μόνη μου θα είχα πρόβλημα. Σκέφτηκα ένα μέλλον εκεί που δεν υπάρχει πόλεμος, αυτό μόνο.
Η Αμαλία, πριν φύγει, μας λέει μια ιστορία που αφηγούνταν σε εκείνη οι γονείς της όταν ήταν μικρή και που αφηγείται και η ίδια στα παιδιά της.
Υπήρχε ένας άντρας στα βουνά [του Νταγκεστάν] που ήταν φτωχός και για όλη του τη ζωή δούλευε, με στόχο να γίνει πλούσιος. Όταν έφτασε στα γεράματα και είχε αποκτήσει πλέον περιουσία, συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει κανένας να την κληρονομήσει. Παντρεύτηκε και σε έναν χρόνο απέκτησε έναν γιο. Όταν το παιδί του έγινε 16 χρονών και εκείνος διαπίστωσε ότι ήταν κακομαθημένος και τεμπέλης, ότι τα είχε όλα έτοιμα και ότι δεν εκτιμούσε την αξία του χρήματος, κατάλαβε ότι, αν πέθαινε, ο γιος του θα σπαταλούσε όλη την περιουσία. Φώναξε τη γυναίκα και το παιδί του και τους εξήγησε ότι ο ίδιος σύντομα θα έφευγε από τη ζωή και ότι αν ο γιος του θέλει να κληρονομήσει την περιουσία θα έπρεπε να περάσει πρώτα από μία δοκιμασία. Του είπε να δουλέψει την επόμενη μέρα και να βγάλει, με τον δικό του κόπο, ένα ρούβλι. Του ζήτησε να το φέρει στο σπίτι μέχρι το βράδυ και αν το έχει κερδίσει όντως με τον κόπο του, θα έπαιρνε την περιουσία.
Το επόμενο πρωί, η γυναίκα του ξύπνησε το παιδί, του έδωσε ένα ρούβλι και του είπε «πήγαινε στο βουνό, ξεκουράσου, κοιμήσου, και έλα το βράδυ να το δώσεις στον πατέρα σου». Πράγματι, έτσι έκανε. Το βράδυ γύρισε στο σπίτι, όπου ο πατέρας του τον περίμενε δίπλα στο τζάκι – έκανε κρύο στα βουνά και ο ίδιος ήταν πλέον γέρος. Του έδωσε το ρούβλι κι εκείνος το πήρε, το μύρισε, το δάγκωσε και του είπε «δεν είναι δικό σου», και το έριξε στη φωτιά. Ο γιος του απάντησε «αν δεν θέλεις να με πιστέψεις, δεν με νοιάζει».
Το επόμενο πρωί, η γυναίκα του ξύπνησε πάλι τον γιο τους και του είπε «σήμερα θα πιάσουμε κορόιδο τον πατέρα σου». Του έδωσε άλλο ένα ρούβλι, νερό και φαγητό και του είπε «πήγαινε στο βουνό, αλλά αυτή τη φορά τρέξε, για να έρθεις το βράδυ ιδρωμένος και κουρασμένος». Έτσι κι έκανε. Το βράδυ πήγε στον πατέρα του, του έδωσε το ρούβλι, εκείνος το δοκίμασε και το πέταξε στη φωτιά. «Δεν είναι δικό σου», του είπε.
Η γυναίκα του, βλέποντας την κατάσταση, σκέφτηκε ότι αν ο γιος της δεν αποδείκνυε ότι εκτιμά τη σκληρή δουλειά και τα χρήματα, θα έμεναν και οι δύο στο δρόμο. Έτσι, το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε τον γιο της, του είπε «σήμερα δούλεψε, το νόημα δεν είναι να σου δίνω λεφτά». Ο γιος πήγε σε ένα σπίτι, δούλεψε και μέχρι το βράδυ είχε συγκεντρώσει σε κέρματα ένα ρούβλι. Όταν έφτασε σπίτι, κατέρρευσε από την κούραση. «Δεν αντέχω άλλο, έκανα αυτό που ήθελες», είπε στον πατέρα του. Εκείνος πήρε τα κέρματα, τα εξέτασε και τα πέταξε στη φωτιά. «Δεν είναι δικά σου λεφτά», του είπε. Ο γιος αμέσως έβαλε τα χέρια του στη φωτιά για να τα βγάλει. «Πώς μπόρεσες; Δεν ξέρεις τι πέρασα όλη τη μέρα για να βγάλω αυτό το ένα ρούβλι, δεν το εκτιμάς», του είπε κλαίγοντας. Τότε, ο πατέρας του απάντησε «τώρα σε πιστεύω, επιτέλους κατάλαβες την αξία των χρημάτων».