Ιστορία:
Είμαι η απόγονος μιας οικογένειας εκπαιδευτικών, πέμπτης γενιάς, από την μεριά της μάνας μου και του πατέρα μου, της μάνας μου είναι πιο παλιοί. Στην οικογένεια υπήρχαν πάντοτε βιβλία, βιβλιοθήκες, και υπήρχε πάντα ένα κομμάτι εκπαιδευτικό. Αυτό το βιβλίο γράφει μέσα ότι είναι παλαιότερη έκδοση του 1969, γράφει και την τιμή του, 70 δραχμές πρέπει να ήτανε. Το ’69 για μένα είναι μια σημαντική ημερομηνία.
Η Βαγγελιώ μας εξηγεί ότι κατάγεται από ένα χωριό έξω από τη Θήβα, όπου οι γονείς της εργάζονταν ως εκπαιδευτικοί.
Στο χωριό μου μιλούσαν αρβανίτικα. Οι γονείς μου ήταν οι δάσκαλοι στο χωριό και από τότε που ήμουν 5 χρονών άκουγα τη συζήτηση «θα πάμε στην Αθήνα, θα πάμε στην Αθήνα». Φανταζόμουν την Αθήνα σαν έναν τόπο μαγικό, κάτι σαν τη Disneyland. Το ’67 ήρθε ο πατέρας μου εδώ στο Μοσχάτο και άρχισε να χτίζει το σπίτι μας. Εμείς ήρθαμε τα Χριστούγεννα του ’68.
Αφηγείται ότι η Αθήνα δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί.
Η μάνα μου ήθελε πάρα πολύ να έρθει στην Αθήνα, εγώ όμως στο χωριό ήμουν μια «πριγκιποπούλα», γιατί ήμουν η κόρη της δασκάλας, είχα ό,τι ένα παιδί μπορεί να θέλει, είχα ένα τεράστιο κήπο με τριανταφυλλιές, είχα φίλους, έπαιζα, πηγαίναμε φοβερές εκδρομές έξω από το χωριό, οι γιαγιάδες φτιάχνανε τηγανίτες, εγώ επειδή ήμουν το κορίτσι της δασκάλας με έβαζαν πάνω στον γάιδαρο, για να μην πηγαίνω με τα πόδια , είχα πολλά προνόμια. Αλλά, μάλλον λόγω οικογένειας, ποτέ δεν νόμιζα ότι είμαι καλύτερη από τους άλλους. Τα έπαιρνα ευχαρίστως. Είχα και κάποιες υποχρεώσεις μέσα στα πλαίσια του να είμαι στην ηγετική ομάδα του χωριού, αλλά και αυτές τις είχα καταπιεί αμάσητες και πήγαιναν ωραία όλα αυτά. Ήμουν ένα πάρα πολύ ευτυχισμένο παιδί και, ξαφνικά, αυτό το ευτυχισμένο παιδί έρχεται στην πόλη που δεν το ξέρει κανένας, που παύει να είναι «πριγκίπισσα» εκ των πραγμάτων, και συμβαίνουν διάφορα πράγματα.
Η Βαγγελιώ μας λέει όταν έφτασε στην Αθήνα ήταν 8 χρονών.
Πηγαίναμε με τον αδερφό μου να πάρουμε γάλα και φορούσα μια φουστίτσα που μου την είχε φτιάξει η γιαγιά μου με το βελονάκι. Εγώ πίστευα ότι ήμουν πάρα πολύ όμορφη με αυτή τη φούστα και, κάποια στιγμή, ένα παιδάκι από την πολυκατοικία μας δείχνει με το δάχτυλο και λέει «μαμά, κοίτα κάτι γυφτάκια». Ήταν το πρώτο τραύμα, η πρώτη χοντρή διάκριση δηλαδή.
Μας εξηγεί ότι ιδιαίτερα στο γυμνάσιο, αλλά ήδη και από το δημοτικό, το λεξικό αυτό ήταν χρήσιμο, γιατί πολλά πράγματα ήταν στην καθαρεύουσα, ενώ τα λεξικά δημοτικής ήρθαν πολύ αργότερα.
Το έπαιρνα από τη βιβλιοθήκη των γονιών μου και το επέστρεφα. Ήταν ένα βιβλίο αναφοράς όταν έδινα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, που διάβαζα αρχαία, κλπ. Έχω κι άλλα τέτοια που τα χρησιμοποίησα μελετώντας αρχαία, που είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του πώς διαβάζεις στα 17 σου και τι σημαίνει το να μπεις στο πανεπιστήμιο, το τι σημαίνει για την οικογένεια, άρα και για σένα. Ο πατέρας μου, αν και πολύ μορφωμένος άνθρωπος, μου είχε πει, ή θα μπεις στο πανεπιστήμιο, ή θα παντρευτείς. Οπότε το πανεπιστήμιο ήταν μονόδρομος. Δεν ξέρω αν το είπε και επίτηδες, ή το πίστευε, πάντως για μένα ήταν ξεκάθαρο αυτό. Αυτό το αντικείμενο κατά κάποιο τρόπο είναι σαν φωτογραφία του πατέρα μου περισσότερο, και της μάνας μου.
Περιγράφει τους γονείς της ως προοδευτικούς για την εποχή τους και εξηγεί ότι είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια πολύ ελεύθερη οικογένεια.
Πήγα και από πολύ μικρή σχολείο, διότι δεν είχαν τι να με κάνουν και με έπαιρναν σχολείο από τριών χρονών, έχω κάνει την πρώτη δημοτικού τουλάχιστον τρία χρόνια, συμμετείχα σε όλες τις σχολικές γιορτές από πάρα πολύ μικρή και στις φωτογραφίες τα κοριτσάκια είναι ενάμιση κεφάλι πιο ψηλές από μένα γιατί εγώ είμαι μικρή! Αλλά με έβαζε η μάνα μου και εμένα στον χορό, στο θέατρο, και περνούσα και χρόνο με τους γονείς μου. Ήμουν συνέχεια με τους γονείς μου και τους αγάπησα και τους εκτίμησα ως εκπαιδευτικούς. Και έχω πολλά βιβλία στην βιβλιοθήκη μου που χρησιμοποίησα και εγώ ως δασκάλα μετά.
Μας λέει ότι έχει μεγαλώσει ανάμεσα στα λεξικά και τα βιβλία.
Είναι παραπάνω από ένα λεξικό. Έχει δύο μεταβάσεις σημαντικές για τη ζωή μου αυτό το λεξικό, που κουβαλούσε όλες αυτές μου τις ταυτότητες που προσπαθώ να βγάλω από πάνω μου ή να εξηγήσω αλλά είναι όλες δικές μου… από το χωριό στην πόλη και από το δημοτικό στο γυμνάσιο.
Εξηγεί ότι άρχισε να ασχολείται με τη διδασκαλία όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Κοινωνιολογίας, στο Πάντειο.
Με ρώτησε η μάνα μου αν θέλω να μου βρει μαθητές, γιατί στο Μοσχάτο τότε δεν υπήρχαν φροντιστήρια αγγλικών. Λέω, γιατί όχι, και άρχισα να έχω μικρές ομάδες παιδιών και μου άρεσε πάρα πολύ και έβγαζα και τρελά λεφτά. Με έκανε να καταλάβω ότι το έχω το δασκαλίκι και δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο. Όταν τελείωσα μου είπε ο μπαμπάς μου να βάλει κανένα μέσο να διοριστώ και φρικάρω εγώ και τότε έδωσα κατατακτήριες και πέρασα παιδαγωγικό. Τότε, αυτά τα χρόνια, είχες εύκολη επαγγελματική αποκατάσταση. Είχαμε και το πρώτο μεταναστευτικό κύμα από την Αλβανία και τα σχολεία γέμισαν παιδιά. Το λεξικό εξακολουθούσε να αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς σε όλη μου τη ζωή μέχρι την εποχή του ίντερνετ. Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα του πώς σχετίζεσαι πια με τα βιβλία.
Η Βαγγελιώ μας λέει ότι οι γονείς της δεν ζουν πια.
Έζησαν εδώ για πολλά χρόνια με τα παιδιά τους, τα βιβλία τους, τους μαθητές τους και από εδώ πηραν σύνταξη και πέθαναν στα βαθιά γεράματα. Στο χωριό πήγαιναν μόνο σαν διακοπές. Και πήγαινα κι εγώ.