skip to Main Content

Ιστορία:

Είναι φτιαγμένες από την προγιαγιά μου. Αν σκεφτείς ότι είμαι 73 και όταν μου τις έδωσε η μάνα μου ήμουν 5 χρονών και η γιαγιά μου ήταν 80, είναι κάμποσων χρονών.

Η Τζένα γεννήθηκε στο Βουκουρέστι, στη Ρουμανία, αλλά οι γονείς της είναι από το Ιάσιο της Μολδαβίας. Εξηγεί ότι τα αντικείμενα αυτά είναι φτιαγμένα στον αργαλειό.

Αυτά είναι φτιαγμένα στον αργαλειό, κάθε νοικοκυρά έφτιαχνε τα προικιά, τα οποία ξεκινούσαν από την ώρα που γεννιέσαι μέχρι την ώρα που πεθαίνεις, μπορεί να φαίνεται απλό αλλά είναι πολύ σημαντικό. Αυτά ήταν να προικίσουν τη μαμά μου, τα έδωσε η πρόγιαγιά μου στη μαμά μου και εκείνη σε μένα. Η μαμά μου έφτιαχνε, που μετά τα συνέχισα κι εγώ, μακραμέ. Έφτιαχνες ένα κορδόνι, έπλεκες ένα κορδόνι με βελονάκια και μετά έβαζες πάνω σε ένα χαρτί ένα πλαστικό, στο χαρτί είχες κάνει το σχέδιο και μετά πάνω στο πλαστικό έβαζες το κορδόνι με το σχέδιο και μετά γέμιζες και μετά έκοβες αυτό που είχες συνδυάσει πάνω στο πλαστικό και έμενε το μακραμέ. Είναι αθάνατο, το φτιάχνουν ακόμα. Κι εγώ μέχρι πρόσφατα έφτιαχνα.

Συνεχίζει εξηγώντας τον ρόλο των αντικειμένων για τη μετά θάνατον ζωή.

Όταν πεθαίνει ο κόσμος, σε εμάς, θεωρούν ότι στην άλλη ζωή η ψυχή έχει ένα δωμάτιο, οπότε πρέπει να προικίσεις το δωμάτιο όπου θα ζήσει η ψυχή. Μοιράζουν ένα κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα τραπέζι, κάνουν φαγητό και κάθε φορά που είναι η μέρα, τα εννιάμερα, τα σαραντάμερα, κ.λπ, κάθε χρόνο μοιράζουν πιάτα με φαγητό που θεωρούν ότι τρώει η ψυχή. Μοιράζουν πετσέτες ώστε να έχει στον άλλο κόσμο πετσέτα, αλλά και για να τον θυμάται ο κόσμος, οπότε έρχεται η πετσέτα από τη γέννηση και σε συνοδεύει μέχρι τον θάνατο, και στις χαρές, δηλαδή στα βαφτίσια εμείς δεν δίνουμε μπομπονιέρα, δίνουμε πετσέτες, τις οποίες φτιάχνουν οι νοικοκυρές.

Μπορείς να τυλίξεις το μωρό σου, μπορείς να το βάλεις και να τρως, μπορείς να το βάζεις για ομορφιά, να στολίσεις το σπίτι σου. Τώρα οι νοικοκυρές δεν βάζουν, κι εγώ τις έχω βγάλει τις περισσότερες, αλλά στολίζεις στο σπίτι σου με την πετσέτα. Πλένεις το πρόσωπό σου, σκουπίζεις το σώμα σου, σε συνοδεύει σε όλα.

Η Τζένα μας λέει ότι έφτασε στην Ελλάδα από τη Ρουμανία το 1992.

Ερωτεύτηκα Έλληνα που ζούσε εδώ, ήρθα κι εγώ για λίγο εδώ, τον γνώρισα, έφυγα, ήρθε αυτός, γνώρισε τους γονείς μου και μετά τον ερωτεύτηκα και παντρευτήκαμε.

Εξηγεί ότι έφερε μαζί της και άλλα αντικείμενα, όπως πλεκτά σεντόνια, που με τον καιρό έχουν λιώσει, πατάκια, και άλλα.

Υπήρχαν και τα πατάκια μέσα στα προικιά μου, τα οποία στην ουσία δεν ήταν ότι με προίκισαν, γιατί ήμουν το μοντέρνο παιδί, δεν έχουμε πια τα προικιά, αλλά υπήρχαν κομμάτια που ήθελα να κρατήσω, γιατί ας πούμε μου θυμίζουν τη γιαγιά μου που έκανε τον αργαλειό, γιατί το έκανε στο σπίτι , οπότε μου θυμίζει αυτό, ξέρεις, όλη τη διαδικασία που το έφτιαχνε, που αγόραζε τα πράγματα και έτριβε, κούρευε τα αρνιά και έτριβε τα μαλλιά και έφτιαχνε και κουβέρτες. Ήταν όλο χειροποίητο, όλη η διαδικασία και, ξέρεις, όλα αυτά μου φέρνουν μια ζεστασιά.

Οι περισσότερες που έμεναν σε πόλεις, όπως κι εδώ, είχαν ρίζες, οπότε Πάσχα, Χριστούγεννα, γυρνούσαμε στα χωριά. Υπήρχαν τέτοιες γιορτές, κι ας ήμασταν κομμουνιστές. Είναι, ξέρεις, αυτό το μήλο το απαγορευμένο, θυμάμαι τα νιάτα μου, που ήμουν μωρό, στο σχολείο, και έλεγε ο δάσκαλος, μη σας βλέπω στην εκκλησία, επειδή ήμασταν κομμουνιστές και υποτίθεται δεν πιστεύεις στο θεό, και λέγαμε, εντάξει κύριε, θα κάνουμε ότι δεν σας βλέπουμε.

Είναι περίεργο, μου λένε πάρα πολλοί, περνάγατε άσχημα, κάνατε αυτό, εμείς δεν περάσαμε άσχημα, εγώ δεν πέρασα άσχημα, να πω την αλήθεια. Oι τεμπέληδες περνούσαν άσχημα, οι μεθύστακες, αυτοί που έπιναν, αυτοί περνούσαν άσχημα, όχι ο άνθρωπος που δούλευε. Οι γονείς μου δεν ήταν κομμουνιστές, η μάνα μου ήταν λίγο φιλελεύθερη και πήγαινε και έβαζε χέρι σε όλους, δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα, ακόμη και αργότερα που η αδερφή μου είχε έναν φίλο που ήταν Ιρακινός, δεν είχαμε θέμα.

Ξέρεις πού υπήρχαν θέματα; Υπήρχαν οι άνθρωποι που ζήλευαν. Είχε έρθει ένας σεκιουριτάτε, ας πούμε, που υποτίθεται έψαχνε κάποιον και λέει ψάχνω τον τάδε, έλεγε η μάνα μου, μα αυτός δεν υπάρχει στην πολυκατοικία εδώ και χρόνια, και λέει αυτός πωπω κι αυτά, και η μάνα μου όπως πάντα του είπε έλα μέσα, να σου φτιάξω έναν καφέ, να σου βάλω να φας, τι τον ψάχνεις, να τον βρούμε. Έκατσε ο άνθρωπος στο τραπέζι και παρατηρούσε και δεν έφευγε. Τον ταΐσαμε, τον ποτίσαμε, και ήρθε το απόγευμα και στο τέλος μας λέει ξέρετε, στην πραγματικότητα για εσάς ήρθα. Και λέμε εμείς γιατί, και λέει, γιατί κάποιος γείτονας έκανε παράπονα ότι η κόρη σας έχει φίλο από το Ιράκ και ήρθαμε να δούμε τι συμβαίνει και, εντάξει, εμένα ως πιτσιρίκι μου έκανε εντύπωση τότε, γιατί λέω πώς γίνεται ένας γείτονας να πει κάτι τέτοιο, και, εντάξει, ο άνθρωπος μια χαρά, μας είπε χάρηκα που σας γνώρισα, δεν είχαμε πρόβλημα. Μόνο αν ήθελες να κάνεις κακό στη χώρα σου είχες θέμα. Εγώ θυμάμαι πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια.

Πολλοί, μας λέει η Τζένα, όταν σκέφτονται τη Ρουμανία, σκέφτονται ανθρώπους να δουλεύουν σε βιομηχανίες και εργοστάσια. Αντιθέτως, η γιαγιά της για παράδειγμα, δούλευε στα χωράφια.

Η γιαγιά μου είχε άσχημη εμπειρία με τους κομμουνιστές.

Αφηγείται ότι ο παππούς της ήταν ξυλουργός και έφτιαχνε σκαλιστά έπιπλα, με σχέδια λουλουδιών, αλλά και έργα τέχνης, που δεν έχουν διασωθεί.

Όλα τα λεφτά που έβγαλε στο ξύλο, επειδή ήταν πολύ τσιγκούνης, δηλαδή μου έλεγε η μαμά μου ότι έφυγε στο Βουκουρέστι και δεν είχε ούτε βρακί, κοριτσάκι πράγμα, γιατί ο μπαμπάς της έβαζε όλα τα λεφτά στα χωράφια και είχε αγοράσει χωράφια. Όταν ήρθε ο κομμουνισμός του πήραν τα χωράφια, οπότε ξέρεις, είχαν μια πίκρα στην ψυχή τους. Αλλά από εκεί και πέρα δεν περάσαμε άσχημα σαν παιδιά.

Εξηγεί ότι η γιαγιά της, που έφτιαξε τις πετσέτες, πέθανε πριν χρόνια, στα 92 της, και τώρα θα ήταν 107. Αφηγείται ότι στην οικογένεια της γιαγιάς της ήταν 4 παιδιά και εκείνη παντρεύτηκε στα 17 της με έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα, 35 χρονών, ο οποίος είχε ήδη ένα παιδί, από προηγούμενο γάμο του. Μαζί έκαναν 7 παιδιά, εκ των οποίων πέθαναν τα 3 και επιβίωσαν τα 4 και το πρώτο παιδί του συζύγου.

Δύσκολες εποχές τότε, σκληρές γυναίκες, πολύ σκληρές, έκανε πολλές δουλειές και μετά τον θάνατο του παππού μου ζούσε μόνη της και μάζευε τα σταφύλια, έφτιαχνε κρασί, έφτιαχνε τσίπουρο, κράταγε τη σφραγίδα, γιατί εμείς το ψωμί που μοιράζαμε στην εκκλησία δεν το φτιάχναμε στους φούρνους και τη σφραγίδα αυτή την  είχε η γιαγιά μου. Την έδινε ο παππάς στην πιο άξια γυναίκα του χωριού και την είχε η γιαγιά μου. Κάθε φορά που πήγαινα στο χωριό ερχόταν ο παππάς και ο δήμαρχος να με δουν και έλεγα εγώ μα γιατί, όταν ερχόταν μετά και ο Ιλιέσκου που ήταν μετά τον Τσαουσέσκου κι αυτά, έρχονταν και έβλεπαν τη γιαγιά μου, οπότε ήταν κάπως επίσημο.

Η Τζένα έφτασε στην Ελλάδα με αεροπλάνο και μετέφερε τα αντικείμενα σε βαλίτσες. Εξηγεί ότι στον πολιτικό γάμο, στη Ρουμανία, σου «προικίζουν» το σπίτι, ενώ στον θρησκευτικό σου δίνουν χρήματα. Εξηγεί επίσης ότι στη Ρουμανία έκανε πολιτικό γάμο και στην Ελλάδα θρησκευτικό.

Τώρα τελευταία δεν πάω στη Ρουμανία, γιατί και οι δύο γονείς μου έχουν μεγαλώσει και έχουν έρθει εδώ, και η αδερφή μου είναι επίσης εδώ. Η αδερφή μου ήρθε το ’93, οι γονείς μου πριν 15 χρόνια. Μιλάνε Ελληνικά, αλλά λίγο. Και εδώ υπάρχει κοινότητα ρουμάνων αλλά δεν έχω πάει. Κάνουν χορούς και τέτοια, δεν ξέρω γιατί δεν έχω πάει, έτυχε, ενώ έχω πολλούς φίλους ρουμάνους.

Η Τζένα αφηγείται ότι ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ ωραίος, αλλά μετά, αρχίζοντας να έρχεται αντιμέτωπη με ρατσιστικές συμπεριφορές, ήθελε να φύγει.

Θυμάμαι ότι είχα πάει σε ένα μαγαζί και ήθελα να ψωνίσω και η πωλήτρια είχε κάτσει δίπλα μου επειδή ήμουν ξένη, για να μην κλέψω. Εν τω μεταξύ, στην οικογένειά μου είχαμε πολύ αυστηρούς κανόνες, αυτό με έκανε να νιώθω πολύ άσχημα, άρχισα να πηγαίνω μόνο σε μεγάλα μαγαζιά για να χάνομαι μέσα στο πλήθος, να μην αναρωτιούνται αν είμαι ξένη ή όχι. Μετά άρχισε να ασχολείται η αδερφή μου με τα ρούχα και είδα ότι και ελληνίδες, ακόμα και πλούσιες, έκλεβαν από το μαγαζί, οπότε δεν έχει να κάνει με την εθνικότητα. Απλά επειδή έβλεπαν ότι είμαι ξένη, υπέθεταν αυτό. Σταμάτησε να με ενοχλεί, γιατί σκέφτηκα ότι, εφόσον δεν ισχύει, δεν υπάρχει λόγος.

Συνεχίζει με την αφήγηση ενός άλλου περιστατικού.

Πήγαινα με τα παιδιά μου στις κούνιες. Η κόρη μου ήταν τότε δύο χρονών και ήμουν έγκυος στο δεύτερο παιδί. Ήταν ένα αγοράκι που περίμενε την κόρη μου να κάνει τσουλήθρα και ερχόταν και τη χτυπούσε με τα πόδια στην πλάτη. Συνέβαινε συνέχεια, οπότε κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίο. Είπα στην κόρη μου να περιμένει να κατέβει το αγοράκι και μετά να κατέβει εκείνη. Το αγόρι είπε ότι δεν θέλει να κατέβει τώρα και να κατέβει πρώτα το κοριτσάκι. Έκανε πάλι το ίδιο. Το ρώτησα γιατί το κάνει αυτό και πετάχτηκε μια κυρία δέκα μέτρα μακριά και άρχισε να μου λέει “τι είναι αυτά που κάνεις, θα σε πάρω στην αστυνομία, ήρθατε οι ξένες και μας πήρατε τους άντρες”. Της είπα να πάμε μαζί στην αστυνομία, αλλά να προχωράει εκείνη μπροστά για να τη βλέπω και τελικά έφυγε. Αλλά ξέρεις, ήμουν έγκυος και όλο αυτό με αναστάτωσε, είχα και το παιδί και ήταν πολύ άσχημο.

Όταν περνάνε πολλά χρόνια, είσαι ξένος και στο μέρος σου. Εμείς οι μετανάστες καταφέρνουμε ένα πράγμα, ότι έχουμε δύο πατρίδες και καμία, δηλαδή πας στη Ρουμανία και λέει Ελληνίδα, έχεις ήδη άλλο αέρα, δεν έχεις τον αέρα τον ρουμάνικο, δηλαδή θυμάμαι ότι όταν είχα πάει ενώ ήμουν δύο χρόνια εδώ, μου έλεγαν έχεις άλλο αέρα, που εγώ πάντα είχα άλλο αέρα, με φώναζαν occident, είχα ένα ντύσιμο πιο ψαγμένο για την ηλικία μου, έφτιαχνα μόνη μου τα ρούχα μου, επειδή ήμουν λίγο πιο μικρή και έπαιρνα τα ρούχα της μεγάλης μου αδερφής. Και εδώ συμβαίνει πολλές φορές με τα παιδιά. Αλλά εμένα δεν μου άρεσαν τα ρούχα της αδερφής μου, ή δεν μου έκαναν, τα μεταποιούσα, έπαιρνα ένα ύφασμα και έκανα μια τρύπα στη μέση, έβαζα μια ζώνη και έκανα φούστα, έβαζα ένα φανελάκι, έκοβα το κάτω, έβαζα λαστιχάκι και το έκανα μπουστάκι.

Μας λέει ότι η γιαγιά της της έμαθε πολλά πράγματα, γιατί όσο εκείνη έραβε, η Τζένα και η αδερφή της παρακολουθούσαν και συχνά βοηθούσαν, στον αργαλειό.

Το Μοσχάτο προέκυψε γιατί ο σύζυγος είχε σπίτι εδώ, από όταν γεννήθηκε οι γονείς του του είχαν φτιάξει σπίτι εδώ και μείναμε. Η μαμά του ήταν από τη Χίο και οι ρίζες του μπαμπά του είναι από Μικρά Ασία. Οι παππούδες του απ’ την πλευρά του μπαμπά του έμεναν Ταύρο και απ’ την πλευρά της μαμάς του έμεναν στον Βασιλικό Όμιλο, είχε και μια ταβέρνα εκεί και η μαμά της  πεθεράς μου και ο μπαμπάς της έβγαινε για ψάρεμα με τον βασιλιά, και γι’ αυτό η πεθερά μου ήταν βασιλική και μάλιστα την είχε βαφτίσει ο Λουμίδης, ήταν κι αυτός πελάτης. Δυσκολευόταν, γιατί είχαν δώσει τα ονόματα από όλους τους συγγενείς, οπότε λέει θα δώσω το όνομα της μαμάς μου, γιατί αυτός δεν ήταν παντρεμένος, κι έτσι βαφτίστηκε Θεοκάνθη. Μικρασιατικό κι αυτό.

Ο πατέρας μου δούλευε στο Βουκουρέστι ως οικοδόμος, μετά δούλεψε σε ένα εργοστάσιο στο Βουκουρέστι, άλλαξε κατεύθυνση, δούλεψε σε κάτι σχετικό με όπλα, τώρα αυτά έχουν διαλυθεί, έχουν διαλυθεί όλα στη Ρουμανία. Εδώ δεν εργάστηκε. Η αδερφή μου δούλευε κάποια στιγμή εδώ, είχαμε ένα καφέ – ουζερί στον Πειραιά και δουλεύαμε μαζί, εγώ κάποια στιγμή σταμάτησα γιατί είχα μικρά παιδιά και δεν τα έβγαζα πέρα, δεν έβρισκα μια γυναίκα να τα κρατήσει, ήμουν και λίγο φοβιτσιάρα με τις ξένες που έμπαιναν στο σπίτι, είχα βρει μια κοπελίτσα αλλά μου έκανε παράπονα η κόρη μου ότι όταν δεν είμαι εκεί δεν ασχολείται μαζί της. Οπότε λέω, τι διαλέγεις, λεφτά ή παιδιά; Θα χάσεις τα πιο ωραία χρόνια;

Ξέρεις που ένιωσα σαν γειτονιά μου; Στην Κρήτη. Ο μπατζανάκης μου είναι κρητικός οπότε κάποια στιγμή ξεκινήσαμε και πηγαίναμε μαζί του στην Κρήτη, νοικιάζαμε βέβαια, δεν είχε σπίτι τότε, τώρα έφτιαξε. Πηγαίναμε μαζί του στη Σούγια, δίπλα στην Παλιοχώρα, και όταν πηγαίναμε εκεί πέρα και τρώγαμε κολοκυθοκορφάδες, ντολμαδάκια με κιμά, τα γιαλαντζί, ένιωσα σαν να πήγα στο χωριό της γιαγιάς μου. Κατάλαβες; Μπορεί να έχω κατά βάθος ρίζες κρητικές, γιατί κατά περίεργο τρόπο γιαγιά μου λεγόταν Παρασκευή και εμείς δεν έχουμε αυτό το όνομα. Αλλά δεν το έχω ψάξει.

Πληροφορίες:

Δημιουργός αντικειμένου:
Γιαγιά της Τζένας
Τόπος / Χώρα δημιουργίας:
Ρουμανία
Έτος / Περίοδος δημιουργίας:
Δεκαετία 1950
Πάροχος:
Τζένα Τροφίν
Τύπος / Περιγραφή αντικειμένου:
Πετσέτες
Διαδρομή αντικειμένου:
Ρουμανία (Βουκουρέστι) – Ελλάδα (Πειραιάς – Μοσχάτο)
Έτος / Περίοδος μετακίνησης:
1992
Λόγος μετακίνησης:
Οικονομική μετανάστευση
Άδεια χρήσης ψηφιακής εικόνας:

Συμμετοχή στη διαδικασία

Βοηθήστε μας να βελτιώσουμε τις πληροφορίες για τα αντικείμενα της συλλογής Outcast Europe, δημιουργώντας έναν λογαριασμό, υπογραμμίζοντας σχετικά μέρη του κειμένου και σχολιάζοντας μέσω της ιστοσελίδας.
Υποστήριξη
  • Πώς μπορώ να συνεισφέρω ποιοτικό περιεχόμενο στην ιστοσελίδα Outcast Europe;
  • Πώς μπορώ να αξιοποιήσω τις λειτουργίες της ιστοσελίδας Outcast Europe;
Back To Top
Add Comment
Loading...
Cancel
Viewing Highlight
Loading...
Highlight
Close
Login

Forgot password?
New to site? Create an Account
×
Signup

Already have an account? Login
×
Forgot Password

×