Ιστορία:
O Χρήστος αφηγείται την ιστορία του σταχτοδοχείου του, το οποίο διατηρεί ως οικογενειακό κειμήλιο στο σπίτι του.
Το χρησιμοποιούσε κυρίως ο πατέρας μου που κάπνιζε και έμεινε, το χρησιμοποιούμε και τώρα, η σύζυγός μου, δηλαδή, που καπνίζει, εγώ δεν καπνίζω.
Εξηγεί ότι ο ίδιος έμενε στον Βόλο πριν μετακινηθεί στην Αθήνα, ενώ οι γονείς του ήταν Πόντιοι και ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες από τη Ρωσία το 1939.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Γιάλτα, κοντά στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία και η μητέρα μου στο Μπρόσνικ, που είναι σήμερα η Γεωργία. Και οι δύο γεννήθηκαν στη Ρωσία αλλά οι γονείς τους ήταν από τον Πόντο, από εκεί είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσία. Το 1939, με ένα κύμα Ελλήνων Ποντίων από τη Ρωσία ήρθαν κι εκείνοι στην Ελλάδα, στην αρχή στον Πειραιά, και μετά τον Πειραιά πήγαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ένα κομμάτι αυτών που είχαν έρθει το 1939, Πόντιοι από τη Ρωσία, μετακινήθηκε, ή τους έστειλαν μάλλον, στον Βόλο. Εκεί γνώρισε ο πατέρας μου τη μητέρα μου, και οι δύο Πόντιοι φυσικά, και οι δύο πρόσφυγες, αλλά δεν γνωρίζονταν πριν, εκεί γνωρίστηκαν. Παντρευτήκαν εκεί και εγώ το 1946, το Γενάρη, γεννήθηκα στο Βόλο. Αυτή είναι η ιστορία της προσφυγιάς των γονιών μου.
Εγώ όταν τελείωσα τις γυμνασιακές μου, τότε ήταν το γυμνάσιο, σπουδές, το 1964, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις και πέρασα στην τότε Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, που τώρα λέγεται Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, και με την ευκαιρία αυτή, ή μάλλον εξαιτίας του γεγονότος αυτού, μετακόμισε η οικογένεια όλη στην Αθήνα, όπου και εγώ, και ο αδερφός μου που είναι τέσσερα χρόνια μικρότερος σπουδάσαμε. Το ‘64 δηλαδή ήρθαμε στην Αθήνα, οι γονείς μου, εγώ κι ο αδερφός μου. Εμείς όταν ήρθαμε από το Βόλο μέναμε στην Αγία Βαρβάρα. Υπάρχει το σπίτι αλλά δεν κατοικεί πλέον κανείς από εμάς. Ο αδερφός μου έφυγε και μένει στη Λευκάδα οικογενειακώς, εγώ μένω στο Αιγάλεω, λίγο πιο πέρα. Αλλά στην Αγία Βαρβάρα δεν μένει πλέον κανένας από εμάς. Η σύζυγός μου δεν έχει καμία σχέση με προσφυγιά, τη γνώρισα όταν δούλευα πλέον ως γεωπόνος στον Πύργο της Ηλίας, είναι Πυργιώτισσα, παντρευτήκαμε και είμαστε τώρα οικογένεια, με παιδιά και εγγόνια.
Ένα δεν θυμάμαι καλά, αν το σταχτοδοχείο το έφεραν από τη Ρωσία ή αν φτιάχτηκε εδώ στην Ελλάδα. Το μοτίβο είναι ρωσικό, δεν είναι ελληνικό. Υπήρχε ένας φίλος του πατέρα μου, Μπόρις λεγόταν, ρωσικό όνομα, αλλά Έλληνας, που είχε έρθει κι εκείνος, όπως οι γονείς μου, από τη Ρωσία και εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Αυτός δούλευε σε χυτήριο και αυτό που δεν ξέρω είναι εάν όλο αυτό κατασκευάστηκε στο Βόλο σε κάποιο χυτήριο ή εάν ήρθε από τη Ρωσία. Μάλλον το πρώτο συνέβη και επαναλαμβάνω ότι το μοτίβο είναι Ρωσικό. Αυτό το μοτίβο το έχω ξαναδεί εδώ, ένα κακέκτυπο, σε πορτατίφ, σε κάτι παλιά πορτατίφ που είχαν πάνω αυτή τη χορεύτρια. Αλλά τέλος πάντων αυτό το μοτίβο είναι από τη Ρωσία.
Το είχαμε στο σπίτι χρόνια ολόκληρα, κι άλλα πράγματα είχαν φέρει από τη Ρωσία, τα οποία είχαν χαθεί, τα πήρε κάποιος από εδώ, κάποιος από εκεί και εν πάσει περιπτώσει δεν υπάρχουν τώρα. Αυτό έχει μείνει και το διατηρώ τώρα σαν οικογενειακό κειμήλιο. Εγώ πιτσιρίκος, ο πατέρας μου που κάπνιζε και εκεί έσβηνε το τσιγάρο του… Ναι θυμάμαι το συγχωρεμένο τον πατέρα μου και έχει μείνει σαν κειμήλιο οικογενειακό.
Από τα άλλα πράγματα δεν έχει μείνει τίποτα σε μένα, τα πήραν άλλοι και χάθηκαν. Μια ραπτομηχανή που έραβε με το χέρι η γιαγιά μου τα βρακάκια και τα παντελονάκια μας που ήμασταν μικρά, ένα γραμμόφωνο με χωνί, που το είχαν φέρει από τη Ρωσία, με δίσκους από τη Ρωσία με ρωσικά παλιά τραγούδια, ένα σαμοβάρ… Οι Ρώσοι πίνουν πολύ τσάι και είχαν ένα ειδικό σκεύος, μηχάνημα, της κουζίνας σκεύος, και φτιάχνει τσάι, όπως έχουμε τους βραστήρες εμείς, ήταν σαν τους βραστήρες, ήταν ένα δοχείο, είχε ένα βρυσάκι για το νερό και μέσα στο δοχείο υπήρχε ένας σωλήνας χάλκινος και γύρω γύρω ανάμεσα στο δοχείο και στα τοιχώματα του σωλήνα υπήρχε κενό, έβαζαν το νερό γύρω γύρω και μέσα στο σωλήνα τον χάλκινο έβαζαν κάρβουνα, όπως το σίδερο με τα κάρβουνα, και τέτοιο είχαμε, χάθηκαν αυτά. Άναβαν τα κάρβουνα και ζέσταιναν το νερό, άνοιγαν το βρυσάκι και έβγαινε το νερό. Είχαν ένα τσαγιερό πιο μικρό, στο οποίο είχαν διαλύσει το τσάι και προσέθεταν βραστό νερό. Πίνουν πολύ τσάι οι Ρώσοι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, βότκα και τσάι.