Ιστορία:
Αυτό το βιβλίο το έγραψε ο πατέρας μου.
Ο Γιάννης αφηγείται ότι ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, και μπορεί κανείς να δει το βιογραφικό του στο πίσω μέρος του βιβλίου. Μας λέει ότι το βιβλίο αυτό είναι μια προσπάθεια του πατέρα του να καταγράψει τη ζωή στα μεταλλεία Ευξείνου Πόντου.
Τα μεταλλεία είναι μια κοινότητα κοντά στην Αργυρούπολη του Πόντου, πάνω, στα βάθη της Ανατολίας. Είναι γνωστά και ως «Μπουγά Ματέν». Εκεί γίνονταν εξορύξεις. Ο πατέρας μου αναφέρεται στη ζωή των ανθρώπων εκεί. Είχε βρει διάφορους κατοίκους εκείνης της εποχής και η μητέρα του, δηλαδή η γιαγιά μου, έκανε τις καταγραφές των ιστοριών τους. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά με τον ξεριζωμό άφησε τα μαθήματα και όταν έφτασε στις Σέρρες έγινε αγρότισσα. Ήρθε με τη θεία μου μέσω Κωνσταντινούπολης. Το χωριό τώρα λέγεται Σκόπια Σερρών.
Υπάρχουν ιστορίες ανθρώπων όπως ο δάσκαλος, ο κοινοτάρχης… Ο πατέρας μου κατάφερε να καταγράψει, εκτός από τον κόσμο, τη ζωή, τα φαγητά, τα ανέκδοτα… Θα δεις εδώ ονόματα όλων των ανθρώπων που κατάγονται από τα μεταλλεία, τα ποντιακά φαγητά, τα ανέκδοτα, τη φιλανθρωπία, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, ανέκδοτες αφηγήσεις στην ποντιακή διάλεκτο. Όλα αυτά, μέσα από αφηγήσεις. Ήξερε την ποντιακή. Η γενοκτονία των Ποντίων ακούγεται συνέχεια, αυτό όμως που ξεχνάμε είναι τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, ο πολιτισμός, η γλώσσα.
Ο Γιάννης μας λέει ότι όταν πηγαίνει στο χωριό του μιλάει στα ποντιακά, ιδιαίτερα με τις γιαγιάδες και τους παππούδες του. Εξηγεί ότι έμαθε τη γλώσσα από τον πατέρα του και από τα καλοκαίρια που περνούσε στο χωριό του.
Οι γονείς μου σπούδασαν στην ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, έτσι γνωρίστηκαν. Η μητέρα μου διορίστηκε στη Μακεδονία και έμειναν και οι δύο εκεί, στην Καβάλα. Εκεί έμειναν και οι δύο μεγάλες αδερφές μου. Ο πατέρας μου, επί δικτατορίας, ήταν στο αντάρτικο και τον εξόρισαν. Η μητέρα μου διορίστηκε στη Σαλαμίνα και πήρε τα παιδιά. Χωρίστηκαν, δηλαδή. Εγώ γεννήθηκα το ’68, τη μέρα που επέτρεψαν στον πατέρα μου να επιστρέψει.
Αφηγείται ότι ο πατέρας του άρχισε να γράφει το βιβλίο όταν πήρε σύνταξη αλλά το τελείωσε ο ίδιος και, μετά την ολοκλήρωσή του, το παρουσίασε στο χωριό.
Εξαντλήθηκε 3 φορές. Έχει πάει σε Αμερική, Γερμανία, Αγγλία, σε συγγενείς, φτάσαμε σε σημείο να λέμε “δεν έχουμε άλλο”.
Μας λέει ότι η αγάπη του για το χωριό του έχει μεταδοθεί και στις κόρες του.
Μιλάμε πλέον για πέμπτη γενιά. Βλέπω την κόρη μου να σηκώνεται να χορέψει. Τα περισσότερα παιδιά είναι από τη Γερμανία. Το ’60 έγινε η μεγάλη μετανάστευση προς τα εκεί. Το χειμώνα ερημώνει το χωριό. Τώρα το Πάσχα θα πάμε, παίρνουμε τηλέφωνο και λέμε ανεβαίνουμε.