Ιστορία:
H Α. είναι από την Αλβανία και έφτασε στην Ελλάδα το 1998. Μας λέει ότι είναι παντρεμένη με δύο παιδιά και μία εγγονή, και ότι τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στα Παιδικά Χωριά SOS.
Έχω φέρει αυτό [το φόρεμα], είναι από τη βάπτισή μου. Εγώ βαφτίστηκα εδώ, στην Ελλάδα. Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη, αλλά δεν είχα βαφτιστεί τότε στην Αλβανία, γιατί απαγορευόταν. Τρια χρόνια αφού ήρθα εδώ, γνώρισα την μέλλουσα κουμπάρα μου, και βαπτίστηκα όντας 31 ετών, την ίδια μέρα μαζί με τα παιδιά μου, ηλικίας 7 και 8, τότε. Ήταν 10 Σεπτεμβρίου του 2001. Το θυμάμαι γιατί την επόμενη μέρα συνέβη αυτό με τους πύργους στην Αμερική και λόγω αυτού θυμάμαι ακριβώς τη μέρα και δεν την ξεχνάω ποτέ. Τη μια μέρα ήμουν χαρούμενη, και την επόμενη έγινε αυτό και ήταν πολύ σοκαριστικό για όλο τον κόσμο.
Αυτό το έβαλα για τη βάπτισή μου, το έφτιαξε η νονά μου. Το έχω ενθύμιο, δεν μπορώ να το πετάξω, το φυλάω από τότε και θα το φυλάω μέχρι τη μέρα που θα φύγω από τη ζωή, γιατί σημαίνει πολλά για μένα. Σηματοδοτεί το ότι πήρα το όνομα Μ., γιατί στην Αλβανία με φωνάζουν Α. Βέβαια και εδώ με φωνάζουν Α. Ήταν μια πολύ χαρούμενη, σημαντική μέρα για μένα, γιατί ήμουν ορθόδοξη αλλά δεν είχα βαφτιστεί. Ήταν σαν κάτι να έλειπε από μένα. Ήθελα, για παράδειγμα, να κοινωνήσω και μου έλεγαν «δεν μπορείς να κοινωνήσεις γιατί δεν είσαι βαπτισμένη», ή έμπαινα σε μοναστήρια, πήγαινα σε ολονυχτίες και λοιπά με την κουμπάρα μου, και μου έλεγαν «εσύ δεν μπορείς να μπεις».
Έτσι, αποφάσισα να βαφτίσω και τα παιδιά μου, για να ενταχθούν στην Ελλάδα, γιατί τότε ήταν πολύ σημαντικό, σε αντιμετώπιζαν διαφορετικά αν δεν ήσουν βαφτισμένος. Έτσι το αποφάσισα και δεν το έχω μετανιώσει, γιατί μπορώ πλέον να μπω να κοινωνήσω, με κρατάει η πίστη μου και είναι σαν να άλλαξε τη ζωή μου, σαν να πέρασα από το σκοτάδι στο φως. Όταν βαπτίστηκα και άρχισα να διαβάζω και να ακούω ψαλμωδίες, ύμνους, κι αυτά ήταν σαν να βρήκα το φως της ζωής μου, μου άρεσε πάρα πολύ.
Η Α. εξηγεί ότι έφυγε από την Αλβανία για οικονομικούς λόγους. Μας λέει ότι είχε τελειώσει ΕΠΑΛ και δούλευε σε εργοστάσιο, αλλά από το ‘90 κι έπειτα άρχισαν να κλείνουν τα εργοστάσια και αντιμετώπισε δυσκολίες.
Ο άντρας μου ήρθε πρώτος, για να βρει δουλειά, και είχε περιπέτειες με την αστυνομία. Εγώ πήρα μια βίζα, πλήρωσα ανθρώπους για να μου τη βγάλουν, και μετά ήρθα κι έμεινα εδώ με τα παιδιά μου. Μετά από τρία χρόνια κατάφερα και έβγαλα την άδεια παραμονής, την πράσινη κάρτα δηλαδή. Την περίοδο που ήρθα ήθελα να αρχίσω να δουλεύω, φοβόμουν την αστυνομία μη με πιάσει, με το που έβλεπα αστυνομικό φοβόμουν και άλλαζα δρόμο, γιατί ακούγαμε πολλά τότε, γινόταν η λεγόμενη «επιχείρηση σκούπα», που έπιαναν τους ανθρώπους. Είχαμε πει ότι θα καθόμασταν για λίγα χρόνια, μετά τα λίγα έγιναν πολλά. Τώρα τα παιδιά έφυγαν από εδώ, μένουν αλλού και έχουμε μείνει εμείς και πιστεύω ότι το μέλλον μου να είναι εδώ.
Παλιά που δούλευα σε σπίτια δεν είχα ασφάλεια, τώρα όμως που δουλεύω με ασφάλεια, έχω μια ελπίδα ότι θα πάρω κάτι από’ αυτό, γιατί εδώ βλέπω να έχει γίνει η δεύτερη πατρίδα μου, έχω φίλους και περνάω καλά. Εντάξει, μου λείπουν τα παιδιά, ας πούμε αν μπορούσα να πήγαινα να ζήσω κοντά τους θα το έκανα. Ο ένας βρίσκεται στην Αγγλία με την οικογένειά του εδώ και 10 χρόνια, έχει κάνει κι ένα παιδί. Η κόρη μου έφυγε κι εκείνη. Αλλά η ζωή συνεχίζεται, δουλεύουμε, για να έχουμε αύριο, μεθαύριο μία σύνταξη για τα γεράματά μας.
Η Α. εξηγεί ότι επισκέπτεται την Αλβανία κάθε χρόνο για διακοπές, καθώς εκεί βρίσκονται η μητέρα και τα αδέρφια της.
Δεν ξέρω στο μέλλον τι θα γίνει, αλλά έχω τα αδέρφια μου εκεί, είμαστε 5 παιδιά, έχω έναν αδερφό και τρεις αδερφές, είμαι δίδυμη. Εδώ δεν έχω κανέναν, είναι όλοι εκεί.