«Η χρονιά ήταν το 1995. Η τοποθεσία ήταν η Γιουγκοσλαβία. Ένας άντρας από την Κροατία, ο Ντάλιμπορ, είχε κουραστεί από τις συνεχείς απειλές των γιουγκοσλαβικών πολέμων.»
«Αϊσέ, αν διαβάζεις αυτό το γράμμα σημαίνει πως δεν ζω πια. Ελπίζω εσύ να ’χεις την υγειά σου αδερφή μου. Μην τον φοβάσαι τον Αλί. Δεν πειράζει μύγα.»
«Πήγαν στο αυτοκίνητο και αντίκρισαν εικόνες που την στοίχειωσαν, παντού επικρατούσε καταστροφή και τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται.»
«Αυτό είναι ένα χάλκινο σκεύος για γλυκά. Ήρθε στα χέρια μου από την γιαγιά.»
«Αρχή δεν γνωρίζεις, γνωρίζω εγώ.
Τέλος δεν έχεις, ούτε κι εγώ.»
«Ήταν ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα και ο Αμπού βοηθούσε την αδερφή του να μεταφέρουν νερό από το κοντινό πηγάδι. Ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό.»
«Θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατάει
με ξεραμένα δάκρυα στα κρύα μάγουλα,
δεν είχε τέλος ο δρόμος τούτος.»
«Μια κυρία περίπου στα τριάντα περνάει το κατώφλι του μαγαζιού, φανερά ανακουφισμένη με την δροσιά του κλιματιζόμενου παλαιοπωλείου.»
«Ήμουν ένα κοριτσάκι 11 χρονών. Ζούσα με την μητέρα μου, τη γιαγιά μου, τον παππού μου και τις δύο αδερφές μου στην Σμύρνη, στην πιο όμορφη πόλη που γνώρισε ο κόσμος αυτός.»
«Αντιστάθηκε σε κακοκαιρίες, στο δύσκολο έδαφος και στη συνεχή απειλή των Αρχών που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τον πιάσουν. Όμως, το ρολόι του θύμιζε διαρκώς το λόγο για τον οποίο ξεκίνησε εκείνο το πέρασμα και του έδινε την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσει.»
«Ο Ζάρκο και η οικογένειά του μπήκαν στο τρένο για το Μόναχο αφήνοντας πίσω τους το Βελιγράδι. Ανάμεσα στα πράγματά τους, μετέφεραν και ένα βάζο διακοσμημένο με τον χάρτη της Γιουγκοσλαβίας.»
«Τη γνώριζε κανείς εδώ; Εκείνη τους γνώριζε; Πότε δεν της απευθύνονταν με το όνομά της. "Η ηλικιωμένη", εκεί βρισκόταν, "η ηλικιωμένη γυναίκα στο παγκάκι".»
«Έκανα ένα άλμα στο κενό από εκείνη την πέτρα
Μπέρδεψα τα ίχνη και δεν μας βρήκαν.»
«Κάτω από κάτι σπασμένες λιονταρίσιες προτομές, έδωσε το πρώτο του φιλί ο Βασίλης. Στο κοιμητήριο.»
«Μένει με τον σκύλο της και δεν μπορεί να καταλάβει αν θέλει να χωρίσει με τον Μιχάλη ή να του πει να συγκατοικήσουν. Στο γυμνάσιο ήθελε να γίνει κτηνίατρος και ήταν και πολύ καλή μαθήτρια, αλλά ποιος ξέρει;»
«Έχω κάνει βόλτες καραβάνες
κοιτάζοντας ορίζοντες
σελοφάν να ξεδιπλώνονται μπροστά μου.»
«Ήταν Παρασκευή και έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι νωρίς για να ετοιμαστώ για τον αγώνα. Δεν έδωσα σημασία στους συμμαθητές μου που με αποχαιρετούσαν φεύγοντας, σκέφτηκα "θα τα πούμε την Κυριακή".»