skip to Main Content

Ένα ρολόι τσέπης

Κάθισε αργά στο παγκάκι. Έκανε κρύο. Παγωνιά. Ξαφνικά φύσηξε ένας δυνατός άνεμος, όμως, εκείνη τον ένιωσε χλιαρό, ζεστό σχεδόν. Το κατάλαβε όταν ένιωσε πως καίγονται τα μάγουλά της και σκάγανε τα χείλια της. Μέσα στη σιωπή και το ψύχος, ένιωθε σαν στο σπίτι της. Όμως εδώ το χώμα μύριζε διαφορετικά. Στην πατρίδα της, ήταν γλυκό, εδώ η γεύση του ήταν πικρή, αηδιαστική. Είναι ένα μεγάλο νησί, τεράστιο. Αλλά γιατί βιάζονται όλοι; Έβαλε το σκισμένο χέρι της στην τσέπη του παλτού της κι έβγαλε ένα μικρό ρολόι. Πήγαινε λάθος· της το είπαν κάτι περαστικοί. Κάτι για δέκα λεπτά πίσω ή μπροστά, κάτι τέτοιο. Της έλειπε το σπίτι. Ίσως περισσότερο κι απ’ το σπίτι, της έλειπε το μικρό παράθυρο πάνω από το κρεβάτι της. Τώρα, κρεβάτι και κουζίνα ήταν σε ένα δωμάτιο, προς τα κάτω, χωμένο στη γη. Στο σπίτι της, το φεγγάρι ήταν αλλιώτικο. Πιο έντονο, πιο φωτεινό.  Εκεί, το φεγγάρι τραγουδούσε μελωδίες μακρινές για έξοχους εμπόρους και ταξιδιώτες. Εδώ, σε αυτό το νησί, που είχε κρυφτεί πάλι το μικρό φεγγαράκι; Στην πατρίδα της, η θάλασσα δεν ήταν ποτέ άγρια. Ήταν πάντα ήρεμη, γαλήνια. Μονάχα όταν ήρθαν με τα όπλα τους, τη χτύπησαν, την πλήγωσαν, η κακομοίρα αντέδρασε. Εδώ όλα είναι άγρια. Μόνο εκείνη είναι σιωπηλή. Μα, γλυκιά μου, πόσο ακριβά είναι εδώ τα πάντα; Και ξένοι, τόσοι ξένοι! Το μικρό ρολόι χτύπησε δέκα. Ρυθμικά και σταθερά, πάντοτε τόσο αργά, συνέχισε την πορεία του, μέχρι να ηχήσει ξανά έντεκα. Ξαφνικά υψώθηκε, σαν απρόσμενος, φρικτός άνεμος, τα κύματα φύσηξαν και η θάλασσα οργισμένη, ματωμένη, γέμιζε σώματα και ξέβραζε σορούς. Πάλι τα ίδια —και ξαφνικά ηρέμησε. Η γη σίγησε πάλι και η θάλασσα έπεσε σε ύπνο βαθύ. Τα σώματα χάθηκαν, ξεχάστηκαν. Τη γνώριζε κανείς εδώ; Εκείνη τους γνώριζε; Πότε δεν της απευθύνονταν με το όνομά της. «Η ηλικιωμένη», εκεί βρισκόταν, «η ηλικιωμένη γυναίκα στο παγκάκι». Δέκα λεπτά αργότερα, ήχησε το ρολόι της εκκλησίας. Πήρε στα χέρια της το ρολογάκι και το πέταξε. Πήγαινε λάθος. Πήγαινε αργά. Δεν έχουμε αρκετή ζωή για να πηγαίνουμε αργά. Κοίταξε ψηλά, τον παράδεισο. Γιατί άρπαξε το μικρό ρολόι σε μια στιγμή τέτοιας απελπισίας; Έπρεπε να είχε πάρει χρήματα, τα κοσμήματα! Όχι το άχρηστο ρολόι. Όμως, με εκείνους στην πόρτα του σπιτιού της, είχε χρόνο, θαρρείς, να σκεφτεί; Και τι σημασία είχε έτσι κι αλλιώς; Ήταν απλώς ένα ρολόι. Είχε μόλις χάσει το σπίτι της. Μόλις είχε δει την πόλη της να φλέγεται. Ήταν απλώς ένα άτομο μικρό. Ήταν απλώς ένα μικρό ρολόι με μια λέξη κρυφή χαραγμένη επάνω του. Ένα απλό ρολογάκι που πήγαινε πίσω ακριβώς δέκα λεπτά και 34 δευτερόλεπτα. Ή μήπως ήταν 35;

Αντιγόνη Ρασσιά
1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών

Back To Top
Add Comment
Loading...
Cancel
Viewing Highlight
Loading...
Highlight
Close
Login

Forgot password?
New to site? Create an Account
×
Signup

Already have an account? Login
×
Forgot Password

×