Ανάμεσα σε μεσονύχτιες σκέψεις
Έχω κάνει βόλτες καραβάνες
κοιτάζοντας ορίζοντες
σελοφάν να ξεδιπλώνονται μπροστά μου.
Έχω δει πόλεις ολόκληρες
να θρυμματίζονται σε κομμάτια ελάχιστα.
Πρεζάκια με παραισθήσεις,
να λιώνουν για άλλη μια
οργισμένη δόση πίνοντας πετρέλαιο
μέσα σε παράδρομους δηλητήριο.
Εκείνοι που πετούν τη ζωή τους σε
καλάθια απορριμμάτων.
Εκείνοι που χόρεψαν φρενήρεις
στα κλαμπ νιώθοντας το αίμα
να τρέχει
στις φλέβες τους.
Εκείνοι που πέρασαν κρυφά
μονοπάτια ψάχνοντας
μάντρες ξεχασμένων πόνων.
Εκείνοι που σκαρφάλωσαν
στέγες φωνάζοντας
ελευθερία.
Εκείνοι που είναι τώρα πεταμένοι
σαπίζοντας ανάμεσα σε νεκρά
φύλλα.
Δεκατρείς νύχτες και δεκατρείς
μέρες σ’ ένα τρένο φορτηγό
ταξίδεψα.
O ρακένδυτος γκριζομάλλης
δίπλα μου άφησε τη λύρα του να παίζει
εκείνη την παλιακή μελωδία
μέχρι το τέλος.
Δεν είπε λέξη· δεν
χρειάστηκε.
Σκόνταψα πάνω στην πόλη
όπου τα σύννεφα σφάζουν τον
ουρανό.
Είδα τον ποιητή κουρέλι
να ουρλιάζει προς μια πλαστική θάλασσα
από μαριονέτες.
Πάλευαν όλοι τους να κερδίσουν τον χρόνο
αλλά, συνήθως, κερδίζει
αυτός.
Άκουσα μανάδες να κλαίνε πάνω
από τα νεκρά παιδιά τους και
κανένα να γυρίζει το κεφάλι του.
Είδα ανθρώπους να προσπερνούν
έναν άσπρο άντρα που δολοφονούσε τον μαύρο
σκύλο του.
Γνώρισα ένα κορίτσι· το δέρμα της όλο
καμένο.
Μου έδωσε ένα λουλούδι, μου
ψιθύρισε λέξεις ανείπωτες.
Την ένιωσα να εξαφανίζεται αργά ενώ
την κρατούσα στα χέρια μου.
Πέρα στις αποβάθρες η μοναχική
φιγούρα ανάβει άλλο ένα τσιγάρο.
Μέσα από τα οράματα μιας
μεσονύχτιας οδού έπλευσα
ερήμους ωκεανούς κοιτάζοντας
τα τσιμεντένια αστέρια εκεί πάνω.
Ακόμα βλέπω το πρόσωπό σου στα
δαχτυλίδια καπνού που αφήνουν
αυτοκίνητα που σέρνονται
πίσω τους.
Ανάμεσα σε φώτα που τρεμοπαίζουν
και μέσα στον θόρυβο που τρυπάει
τον άνεμο ονειρεύομαι τα βελούδινα
μάτια σου και απορώ.
Με έκανες κομμάτια, πήρες
μαζί σου τον μισό μου εαυτό.
Κι όμως πάλι, εγώ κάπως
παραμένω ολόκληρη.
Μέσα από την καταδυτική σου
συνείδηση έφτασα να γίνω άντρας.
Τα ναυάγια των πόλεων
ακόμα με στοιχειώνουν.
Βλέπω ανθρώπους να μιλούν μα
να μη βγαίνει λέξη.
Τόσα μυστικά
νυχτερινά κολύμπια και εγώ
ποτέ δεν αμφισβήτησα
αν άξιζαν τον
κόπο.
Περπάτησα μέσα σε βάλτους
με ευχή να σταματήσει η
ατελείωτη βροχή.
Κρύφτηκα κάτω από δέντρα κλαίοντα
με τον φόβο κανονιών
βολίδες πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Πόσες φορές κοίταξα τον
ουρανό γνωρίζοντας πως εκείνη
η στιγμή μπορούσε να ΄ναι η τελευταία.
Κοιμάμαι τα βράδια ξέροντας πως
σκότωσα έναν άντρα με πρόσωπο
φοβισμένο σαν το δικό μου.
Τα μεσάνυχτα αναρωτιέμαι αν
εν τέλει είμαι πιόνι.
Μπορεί να μην ξέρω πολλά, μα
για ένα πράγμα είναι σίγουρο·
ακόμα και στη σκοτεινότερη
νύχτα, μέσα στη βρώμα, τα
σκουπίδια και την αθλιότητα,
απελπισμένη, κραυγάζοντας ζωή,
υψωμένη πάνω από τα προάστια,
είναι η μυρωδιά των
νυχτολούλουδων που ετοιμάζει
την άλικη ανατολή.
Νιόβη Καραναστάση
1ο Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών