skip to Main Content

Η Χρύσα

Κοντά στα τριαντακάτι, εργάζεται ως νοσοκόμα σε γηροκομείο.

Τελευταία ακούει Αλκίνοο Ιωαννίδη και Dua Lipa. Την απασχολεί αν θα της πήγαινε το καρέ και κάθε πρωί φτιάχνει διπλό εσπρεσσάκι και το παίρνει μαζί της σε θερμός. Μένει με τον σκύλο της και δεν μπορεί να καταλάβει αν θέλει να χωρίσει με τον Μιχάλη ή να του πει να συγκατοικήσουν. Στο γυμνάσιο ήθελε να γίνει κτηνίατρος και ήταν και πολύ καλή μαθήτρια, αλλά ποιος ξέρει; 

Μάλλον αυτή η χημικός έκανε τη δουλειά. Ίσως επειδή την έβλεπε συχνά με ένα τσιγάρο στο  παράνομο καπνιστήριο του σχολείου, ίσως κι επειδή ομολογουμένως από τα Χριστούγεννα και  μετά τα είχε ρίξει λίγο στον κόκορα, ούσα αλλοπαρμένη με τον -όπως αποδείχτηκε αργότερα μέγιστο μαλάκα Λευτέρη, η στριμμένη χημικός του Γυμνασίου είπε στους γονείς της να τη  στείλουν στο Τεχνικό και αυτοί δεν το πολυσκέφτηκαν και τη στείλανε στο Τεχνικό. Ε και εκεί  απλά παίζανε μπουνιές, δεν γινόταν και καμιά σπουδαία δουλίτσα. Το παράτησε. Έπιασε δουλειά  στους λουκουμάδες στη «Φρόσω» στην Ιπποδρομίου. Ενάμιση χρόνο δούλεψε εκεί. Μια χαρά ήτανε! Και έκανε χαλαρά και το τσιγάρο της στο διάλειμμα χωρίς το κήρυγμα κανενός. Όλα άλλαξαν εξαιτίας του Ηλία του Βενέζη· που έγραψε κάποτε για μια Άρτεμις.  «Μου τη θυμίζεις.» είπε ο κυρ-Άγγελος ο παλαιοπώλης από απέναντι, «Σου το χαρίζω.». Τις επόμενες 10 μέρες το τσιγάρο του διαλείμματος το έκανε στην Αιολική Γη, μετά ο κυρ Άγγελος την προμήθευσε και με άλλους τόπους.

Και η Φρόσω, δεν έλεγε κουβέντα αν καμιά φορά την έβλεπε να ξεχνιέται στο διάλειμμα, μόνο  κρυφοκοίταζε λίγο πίσω από το τηγάνι και χαμογελούσε.

«Τι έγινε ρε Χρύσα; Θα σε κάνουμε απουσιολόγο;» της πέταξε μια μέρα, «Με τόσο διάβασμα,  τώρα θα το είχες πάρει το χαρτί. Εκεί πάνω από το θέατρο στην Εθνικής Αμύνης, έχει και το βράδυ σχολείο, για μεγάλους, για όσους δεν έχουν πάρει το χαρτί.»

Πήγε.

Σχόλαγε, τίναζε τα αλεύρια, άλλαζε ρούχα και πήγαινε για μάθημα.

Και όταν πέρασε νοσηλευτική, «Αυτή είναι άλλη άσπρη ποδιά, θα γιατρεύει και αλλιώς τους  ανθρώπους, όχι μόνο τις λιγούρες τους» της είπε βουρκωμένη η Φρόσω και της έδωσε τη σακούλα, «Από εμένα και τον κυρ-Άγγελο, να μας θυμάσαι.»

Ποτέ δεν τους ξέχασε. Και τώρα σχεδόν δέκα χρόνια μετά, πίνει τον καφέ της παρηγοριάς στην  εκκλησία απέναντι, στην κηδεία μιας σχεδόν άγνωστης. Τρεις βδομάδες ήταν όλες και όλες η  γυναίκα στο γηροκομείο, δεν πρόλαβε να τη μάθει. Απλά κάποιος από το προσωπικό έπρεπε να  συνοδεύσει και στην κηδεία.

Φεύγοντας θα περάσει απέναντι να πιει καφέ με τη Φρόσω. Δεν τηγανίζει πια, πονάνε τα πόδια της. Βοηθάει όμως όσο μπορεί τον άντρα της στο μαγαζί.

Ο κυρ-Άγγελος έχει 3 χρόνια που έφυγε, πλήρης ημερών και τόπων.

Πρέπει να δει τι θα κάνει και με τις αϋπνίες της. Και με τον Μιχάλη, τι θα κάνει; Αυτό που μπλέκει  όλο με μαλάκες την προβληματίζει πολύ. 

Γιώτα Κουϊτζόγλου

Back To Top
Add Comment
Loading...
Cancel
Viewing Highlight
Loading...
Highlight
Close
Login

Forgot password?
New to site? Create an Account
×
Signup

Already have an account? Login
×
Forgot Password

×