Με την καρδιά στα δόντια
Κάτω κάτω, στο τέλος της κατηφοριάς πριν πάρει να ανηφορίσει για το πάνω κομμάτι «των πλουσίων». Εκεί. Κάτω από κάτι σπασμένες λιονταρίσιες προτομές, έδωσε το πρώτο του φιλί ο Βασίλης. Στο κοιμητήριο. Εκεί έζησε την πρώτη νύχτα που θα ήθελε να μείνει για πάντα νύχτα, με τους ανθρώπους να κοιμούνται και αυτόν να έχει αγκαλιά τη Βαγγελιώ, να τη φιλά στα μάγουλα, στα χείλη και στα μάτια και να καίγεται τόσο πολύ το πρόσωπο και τα μηνίγγια του που ήλπιζε κρούνοι να ανοίξουνε τα στόματα τα λιοντάρια. Νερό και φιλήματα. Άλλο δεν ήθελε. Το νερό να ξεπλένει την κάψα, το φιλί να μελώνει τα χείλη. Σαν πήρε να αλλάζει το φως κι άρχισαν τα περίεργα παιχνίδια με τα δέντρα και τα αγάλματα, άρχισε να λοξοκοιτάει η Βαγγελιώ. «Εγώ Βασίλη δεν κάθομαι εδώ. Παίρνω τα χείλη μου και φεύγω.» Κι έτσι όπως σηκώθηκαν και κατηφόρισαν τρεχαλητά και αθόρυβα —έτσι που μόνο όσοι το ‘χουν μεγάλη ανάγκη ξέρουν να το κάνουν— γύρισε ο Βασίλης και την είδε την καρδιά του· να την έχουν στα δόντια τους τα λιοντάρια και να τρεχοβολούν μαζί τους.
Γιώτα Κουϊτζόγλου