Το κασκόλ
Ήταν 18 Οκτωβρίου όταν μια ήσυχη οικογένεια γιόρταζε τα γενέθλια της μεγαλύτερης κόρης, Άννας. Καθώς της τραγουδούσαν μπροστά στο κέικ σοκολάτας που είχε φτιάξει η μητέρα της ξέροντας πως ήταν το αγαπημένο της, έκανε μια ευχή και έσβησε τα κεράκια της. Η ευχή της ήταν: «Να είμαι ευτυχισμένη για άλλη μια χρονιά». Στην συνέχεια ενθουσιασμένη πήγε στο δωμάτιο της για να ανοίξει τα δώρα που της είχε πάρει η οικογένεια της. Από τον πατέρα της ένα λογοτεχνικό βιβλίο και από την μητέρα της ένα κασκόλ σε έντονο ροζ χρώμα. Ήξερε πως οι γονείς της δούλευαν σκληρά για να φροντίσουν εκείνη και την αδερφή της για αυτό και ήταν πολύ ευγνώμων για όλα.
Μετά από έναν μήνα η Άννα άκουσε στο ραδιόφωνο για μια τρομοκρατική επίθεση λίγο πιο έξω από την περιοχή στην οποία έμενε. Της έκανε μεγάλη εντύπωση διότι δεν περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, δεν πανικοβλήθηκε γιατί πίστεψε ότι ήταν ασφαλής . Καθώς περνούσαν οι μέρες ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα σαν να είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα γύρω της και πράγματι μπορούσε να το διακρίνει από την συμπεριφορά των γονιών της. Η μόνη που φαινόταν φυσιολογική ήταν η αδερφή της, Μαρία, που έπαιζε με τα παιχνίδια της και συγκεκριμένα με μια κούκλα που της είχαν πάρει οι γονείς της και δεν μπορούσε από τότε να την αποχωριστεί. Αποφάσισε να βγει μαζί της μια βόλτα στην γειτονιά , έτσι φόρεσε το παλτό και το κασκόλ της και ξεκίνησε να περπατάει. Της άρεσε πολύ να περνάει ποιοτικές στιγμές με την αδερφή της γιατί ξέχναγε όλες τις έννοιες που την απασχολούσαν και ένιωθε ακούγοντας την να γελάει πάντα μια θαλπωρή. Πήγαν σε ένα πάρκο και συζήτησαν για διαφορά θέματα ώσπου πολύ γρήγορα βράδιασε. Στον δρόμο τους συνάντησαν την γειτόνισσα τους η οποία τους είπε να προσέχουν, όμως η Άννα αναρωτήθηκε τι ακριβώς έπρεπε να προσέχουν. Όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι είδαν τον πατέρα τους ανήσυχο και την μητέρα τους κάτασπρη. Προσπάθησε να ρωτήσει τι συμβαίνει όμως ο πατέρας της φώναξε να πάνε στο δωμάτιο τους και να μην ξαναβγούν τόσο αργά . Πίστευε ότι εκείνη έφταιγε που ήταν έτσι για αυτόν τον λόγο πήγε σιγανά στο δωμάτιο της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Κατά τις τρεις ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος που την ξύπνησε και πήγε στο παράθυρο της να δει τι γινόταν έξω , όπου είδε φωτιές στα γύρω σπίτια και αυτοκίνητα . Ο μπαμπάς της μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας της αδερφή της που έκλαιγε και της είπε να βάλει το παλτό της και να κατέβει κάτω. Βιαστικά το τράβηξε και τρομαγμένη σκέφτηκε να πάρει και το κασκόλ που της είχε δωρήσει η μητέρα της λόγο του κρύου. Πήγαν στο αυτοκίνητο και αντίκρισαν εικόνες που την στοίχειωσαν, παντού επικρατούσε καταστροφή και τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Έφτασαν λοιπόν σε ένα μέρος το οποίο δεν είχε ξαναδεί ποτέ όμως μπαίνοντας μέσα είδε πολλούς ανθρώπους και συνειδητοποίησε ότι ήταν καταφύγιο. Φωνές ακούγονταν παντού στον χώρο. Αποφάσισαν να καθίσουν σε μια γωνία μέχρι να σκεφτούν τι θα έκαναν. Ο πατέρας τους εξήγησε ότι θα χρειαστεί να περιμένουν λίγες ώρες όμως να μην ανησυχούν. Την επόμενη μέρα είδε ότι οι γονείς της δεν βρίσκονταν εκεί παρά μόνο η αδερφή της που κοιμόταν πάνω στον ώμο της. Μετά από λίγη ώρα είδε τον μπαμπά της που της είπε ότι τελικά θα πρέπει να φύγουν από την πόλη αλλά πρώτα εκείνος και η μητέρα της θα έπαιρναν βασικά εφόδια. Στον χρόνο που έλειπαν παρατηρούσε το δωμάτιο γύρω της για να δει την κατάσταση των άλλων . Καθώς ήταν χαμένη μέσα στις σκέψεις της ο μπαμπάς της μπήκε μόνος του μέσα με δάκρυα στα μάτια. Η μητέρα της δεν τον ακολούθησε. Προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι η μητέρα τους δεν τα κατάφερε εξαιτίας ενός πυροβολισμού που δέχθηκε καθώς περπατούσαν και εκείνη έβαλε τα κλάματα. Αμέσως ο πατέρας πήρε τις δυο πληγωμένες πλέον κόρες του και έφυγαν από εκεί με μοναδικό στοιχείο από την μητέρα το κασκόλ…
Μετά από όλα αυτά έφυγαν από την πόλη για το μέρος που έμεναν οι παππούδες τους και εγκαταστάθηκαν εκεί για αρκετό καιρό.
Είχε περάσει ένας χρόνος, ήταν ακριβώς 18 Οκτωβρίου, τα γενέθλια της και με ένα κενό ύφος έσβησε τα κεράκια της χωρίς να κάνει ευχή…
Άρτεμις Σάκα
2ο ΓΕΛ Καισαριανής