Δερμάτινο πορτοφόλι
Είναι μία συνηθισμένη καλοκαιρινή μέρα. Ο ήλιος ψηλά στον ουρανό καίει τους δρόμους της Αθήνας. Μια κυρία περίπου στα τριάντα περνάει το κατώφλι του μαγαζιού, φανερά ανακουφισμένη με την δροσιά του κλιματιζόμενου παλαιοπωλείου. Τριγυρίζει το κατάστημα ψάχνοντας για κάτι που θα μπορούσε να δωρίσει στην μητέρα της, όπως πληροφορεί την πωλήτρια. Καταλαβαίνω ακριβώς τη στιγμή που με εντοπίζει. Έχει πλησιάσει κοντά στο ταμείο και κοιτάζει το ράφι που είμαι τοποθετημένο. Το πρόσωπό της φωτίζεται με το που με αντικρίζει. Δεν με παραξενεύει. Μπορεί τα χρόνια να με έχουν σημαδεύσει αλλά παραμένω ένα εξαιρετικής ποιότητας δερμάτινο πορτοφόλι, με ασημί κούμπωμα που προσελκύει το βλέμμα. Πέντε λεπτά αργότερα βρίσκομαι τυλιγμένο και προσεκτικά τοποθετημένο σε μία χάρτινη σακούλα και κατευθύνομαι στην νέα μου ιδιοκτήτρια.
Η γυναίκα που με αγόρασε χτυπάει ανυπόμονα την πόρτα του σπιτιού της μητέρας της. Μόλις της ανοίγει της εύχεται «χρόνια πολλά» και της τείνει την σακούλα. «Μαρία δεν έπρεπε!» χαμογελάει η μητέρα. Τη στιγμή όμως που με αντικρίζει το χαμόγελο φεύγει από τα χείλη της. Τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα και συνειδητοποιώ σε ποιανού τα χέρια βρίσκομαι. Με κοιτάζει και οι αναμνήσεις ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια της…
…Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Μικρά Ασία και ήταν από τα ομορφότερα της ζωής μου. Προερχόμουν από καλή οικογένεια και δε μου έλειπαν οι έξοδοι, τα φινετσάτα φορέματα και οι διακοπές. Ζούσα περιτριγυρισμένη από την αγάπη των γονιών και των αδελφών μου. Ήμουν ευτυχισμένη. Ως που όλα καταστράφηκαν.
Η οικογένεια μου ήταν από τις πρώτες που ενημερώθηκαν για τους διωγμούς που απλώνονταν ήδη σε όλη την Μικρασία. Οι γονείς μου άρχισαν ετοιμάζουν τα πράγματα μας προσπαθώντας να μας εξασφαλίσουν μία ασφαλή διαφυγή. Τα πολυτιμότερα αντικείμενα , τα ακριβότερα κοσμήματα κρύφτηκαν τυλιγμένα σε ρούχα μέσα στους σάκους μας. Δε γνωρίζαμε πόσος χρόνος μας απέμενε, πρώτου η καταστροφή φτάσει στην πόλη και στο σπίτι μας.
Οι γονείς μας έστειλαν εμένα και τους τρεις αδελφούς μου στο λιμάνι με λιγοστά αλλά πολύτιμα υπάρχοντα. Μας είπαν πως θα μάζευαν μερικά τελευταία πράγματα και θα μας συναντούσαν εκεί. Ακολουθώντας τις οδηγίες τους κατεβήκαμε στο λιμάνι όπου πολλοί άλλοι Έλληνες διεκδικούσαν μία θέση στις βάρκες που έβλεπαν ως δίοδο λύτρωσης. Δε γνωρίζαμε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα βλέπαμε τους γονείς και το σπίτι μας. Με τρόμο αντικρίσαμε από μακριά τους Τσέτες να μπαίνουν στο κτίριο και μετά από μερικά λεπτά να αποχωρούν από αυτό. Η μητέρα και ο πατέρας μας δεν ακολουθούσαν. Μέσα σε λίγες στιγμές είχαμε μείνει ορφανά.
Το κλάμα και τα ουρλιαχτά ήταν ανατριχιαστικά. Μέσα στο πανδαιμόνιο που επικρατούσε οι τρεις αδελφοί μου με τράβηξαν σε μία άκρη. Μου είπαν πως τα χρήματα που είχαμε κάλυπταν την διαφυγή μόνο ενός από τους τέσσερεις μας. Ως κοπέλα θα έφευγα πιο εύκολα, πιο γρήγορα είπαν. Οι διαμαρτυρίες μου δεν τους μετάπεισαν. Ήταν αποφασισμένοι να με προστατέψουν με οποιοδήποτε κόστος. Με έζωσαν με δύο όπλα και γέμισαν τις τσέπες του φορέματός μου με χρήματα και κοσμήματα.
Το πρόσωπο μου ήταν αυλακωμένο από δάκρυα. Κοντά στις βάρκες ειπώθηκαν οι τελευταίοι μας αποχαιρετισμοί. Με μάτια υγρά και ευάλωτες καρδιές αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Επιβιβάστηκα σε ένα από τα λιγοστά ψαροκάικα που είχαν απομείνει. Σύντομα η αδερφοί μου ήταν μικρές κουκίδες στον ορίζοντα. Η βάρκα συνέχισε την πορεία της έως ότου έριξε άγκυρα στην Λέσβο. Μόνη μου πλέον και έχοντας ανταλλάξει όλα μου τα υπάρχοντα με την θέση μου στο καΐκι, ακολούθησα τους υπόλοιπους πρόσφυγες. Ο καθένας επιζητούσε ένα προσωρινό άσυλο προτού μπορέσει να μετακινηθεί στα ενδότερα της χώρας. Ψάχνοντας καταφύγιο, χτύπησα την πόρτα ενός σπιτιού. Μου άνοιξε μία γριούλα η οποία με δέχτηκε στο σπίτι της.
Η κατάσταση μου ήταν τρομερά δύσκολη. Ήμουν ολομόναχη σε ένα νησί χωρίς χρήματα και τρόπο μεταφοράς στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εκείνο το πρώτο βράδυ στην προσφυγιά ήταν το πιο τρομακτικό. Αν τα δάκρυα μου ήταν διαμάντια θα γινόμουν πλούσια. Ο φόβος με πλάκωνε. Δεν ξέρω πως κατάφερα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα. Ο ύπνος μου ήταν ανάστατος και οι εφιάλτες πολλοί. Εωσότου όλα ηρέμησαν. Στο όνειρο μου παρουσιάστηκε η μητέρα μου. Με ερμήνευσε να πάω στο μεγάλο πλάτανο στην έξοδο του χωριού και να σκάψω κοντά στον κορμό. Χαράματα ακόμη σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και με το λιγοστό φως από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να με καθοδηγεί άρχισα να σκάβω στο σημείο που μου υπέδειξε η μητέρα μου. Και τότε το είδα. Μία ασημί λεπτομέρεια στο χώμα και έπειτα από λίγο κρατούσα στα χέρια μου ένα φουσκωμένο πορτοφόλι. Με μία απότομη κίνηση το ξεκούμπωσα. Παραλίγο να λιποθυμήσω. Ήταν γεμάτο με χρυσές λύρες. Γρήγορα το έκρυψα στο φόρεμα μου και αφού κάλυψα την τρύπα με χώμα έτρεξα μέσα στο σπίτι. Αυτό το πορτοφόλι ήταν το εισιτήριο μου για μία καλή ζωή στην Ελλάδα…
… «Λίγα χρόνια αργότερα μου το έκλεψαν στους δρόμους Αθήνας. Δεν περιείχε παρά κάτι νομίσματα αλλά η απώλεια του ήταν βαριά. Το μικρό αυτό πορτοφόλι μου είχε χαρίσει μία ζωή που διαφορετικά ούτε να ονειρευτώ δεν θα μπορούσα», τελειώνει την ιστορία της η αγαπημένη μου ιδιοκτήτρια.
Εγώ πλέον βρίσκομαι διακοσμημένο πάνω στο ερμάρι του σαλονιού και η κυρία του σπιτιού λατρεύει να λέει την ιστορία μου σε όποιον την επισκέπτεται.
Ευθυμία Κυριακούλη
1ο Πρότυπο ΓΕΛ Χαλκίδας Ευβοίας