Ιστορία:
Ο Andrea ήρθε στην Ελλάδα το 1997. Όταν ήρθε στην Ελλάδα είχε μόνο αυτό το παντελόνι. Ήταν, τότε, 12 χρονών και του το έδωσε η ξαδέρφη του, που έμενε στη Φθιώτιδα, για τις κρύες νύχτες, όπως είπε.
Λέω, θα γίνω ένα με το παντελόνι, δεν θα το βγάζω από πάνω μου. Σιγά σιγά, το φόραγα, το ξαναφόραγα, μετά κάποια στιγμή το άφησα παρατημένο σε ένα συρτάρι. Κάποια στιγμή μετά από 4 χρόνια το είδα, το ξαναφόρεσα και μου έκανε. Μια μέρα που ήρθε η ξαδέρφη μου και συζητούσαμε, με ρώτησε αν θυμάμαι ότι μου είχε δώσει αυτό το παντελόνι όταν είχα έρθει και με ρώτησε πώς και το έχω κρατήσει. Της είπα ότι αυτό είναι ενθύμιο και δεν τα πετάμε τα ενθύμια.
Εξηγεί ότι έχει ιστορία και ότι του θυμίζει το πώς ήρθε στην Ελλάδα. Αφηγείται ότι ήρθε στην Ελλάδα με τα πόδια. Περπατούσε 15 μέρες στο κρύο με ένα σακίδιο στον ώμο, με ένα μπουκάλι νερό, ζάχαρη και ψωμί.
Ήταν δύσκολη εποχή τότε, εγώ, ο πατέρας μου και τα δύο αδέρφια μου ήρθαμε μαζί, και αργότερα, το ’98 – ’99, έφερα και την οικογένειά μου, που τη ζούσαμε εγώ και ο πατέρας μου και ο άλλος μου ο αδερφός.
Μας λέει ότι η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν και να νοικιάζουν ένα σπίτι. Δούλευαν στα καπνά, στα μπαμπάκια, σε αγροτικές δουλειές. Το 2005, πήγαν από τη Φθιώτιδα στη Μυτιλήνη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Andrea έχασε όλη του την οικογένεια σε τροχαίο, όταν ταξίδευαν προς Θεσσαλονίκη την παραμονή Χριστουγέννων για να συναντήσουν άλλους συγγενείς.
Από τότε παλεύω μόνος μου, αλλά δεν τα έχω βάλει κάτω, με ρωτάνε πώς τα έχω καταφέρει μέχρι τώρα και απαντάω ότι έχω πίστη στο θεό.
Εξηγεί ότι έφτασε στην Αθήνα μετά το δυστύχημα, το 2017 και οι συγγενείς που είχε εδώ του γύρισαν την πλάτη. Κοιμόταν στο μετρό, στον Πειραιά και στους Αμπελόκηπους. Όταν χρειάστηκε να πάει στον γιατρό, ύστερα από έναν χρόνο αστεγίας, του είπαν ότι υπάρχει μια δομή φιλοξενίας από τον δήμο Αθηνών και τον έφεραν σε επαφή. Εκεί, τον έφεραν σε επαφή με τη Σχεδία.
Είχα επαφή με τον κόσμο και αισθανόμουν ανεβασμένος ψυχολογικά […] Αρχικά έμενα στο υπνωτήριο στο Μεταξουργείο, μετά στον Πειραιά. Ήμουν σε έναν σύλλογο που βοηθούσε τους άστεγους και μαγείρευα, μαζί με ένα άλλο παιδί που ήμασταν φίλοι. Μια μέρα με ρώτησε αν θέλω να βρω σπίτι, και του λέω εννοείται. Εγώ μέχρι τις 21:00 δούλευα και αυτά που έβγαζα πολλές φορές, επειδή δεν προλάβαινα να πάω στο υπνωτήριο, γιατί έκλεινε, τα έδινα σε ξενοδοχεία. Οικονομικά δεν έβγαινε με τίποτα.
Εξηγεί ότι τον έφερε σε επαφή με μια σπιτονοικοκυρά που νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα και μέχρι το 2022 τον άφησε να μένει εκεί χωρίς ενοίκιο, πληρώνοντας μόνο κάποια έξοδα.
Στα υπνωτήρια δεν μου άρεσε, η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη […] Έλεγα ότι δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση και ότι πρέπει να πάρω τη ζωή μου στα χέρια.
Ο Andrea κλείνει λέγοντας ότι πλέον δεν έχουν επαφή με την ξαδέρφη που του έδωσε το παντελόνι, παρ’ όλα αυτά το έχει ακόμα, ως ενθύμιο και για τη συναισθηματική αξία που φέρει.